της Βασιλικής Νιμπή
Λίγο η καραντίνα και η κλεισούρα, λίγο τα βράχια που τα γεύομαι πια τόσο λίγο, και πολύ τα κείμενα του Βούτυρου, του Μπέλο και του Παναή, που με ταξίδεψαν, κι οι μνήμες ξύπνησαν. Όχι ότι κοιμήθηκαν και ποτέ, απλά το κυνήγι δυο ακούραστων και δαιμόνιων δίχρονων τις μεταθέτει σε ένα δεύτερο επίπεδο σκέψης.
Η Πλάκα!!! Τι ορθοπλαγιά κι αυτή! Μόλις τη δεις, μένεις σαν χάνος! «Τι πράγμα ατελείωτο είναι αυτό;» «Υπάρχουν εκεί διαδρομές;» Κάπως έτσι έμεινα το μακρινό 2004 (ή 5;), όταν την πρωταντίκρυσα πηγαίνοντας για ένα διήμερο σε ένα σπορ πεδίο κάπου απέναντί της (κι εγώ δεν ξέρω πού το ανακαλύψαμε με τη βολιώτικη αναρριχητοπαρέα του τότε). Εγώ πιο αρχάρια πεθαίνεις, κι αυτή γιγάντια κι επιβλητική. Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα ότι υπήρχε περίπτωση να τη σκαρφαλώσω κάποτε.
Αλλά τα χρόνια πέρασαν κι από τελείως άσχετη, έγινα κάπως πιο σχετική και είχα βρει και το αναρριχητικό μου alter ego, την Άρτεμη. Την Άρτεμη που τη συναντούσα συχνά στα βράχια και που τυχαία «σχοινοσυντοφέψαμε» πρώτη φορά στο Ταξίδι των Αργοναυτών στη Βαράσοβα το ‘11 και που τα λέγαμε πριν δώσουμε τις εξετάσεις για τη σχολή βοηθών εκπαιδευτών το ‘12, και που κολλήσαμε για τα καλά σκαρφαλώνοντας συνεχώς κι όσο μπορούσαμε παραδοσιακές διαδρομές και πριν και μετά τη σχολή.
Και κάπως έτσι ήρθε η πρώτη γυναικεία επανάληψη της κλασικής στην Πλάκα. Δεν είχαμε ως στόχο μια γυναικεία πρωτιά –αντίστοιχες πρωτιές, χωρίς να το γνωρίζουμε ή να το επιδιώκουμε, πρέπει να είχαμε κι άλλες˙ τέτοιες παίζει να ήταν η «Kontrastprogramm» στα Μετέωρα (όπου μάλιστα σκαρφαλώναμε με τη Δημητρούλα, τη βόρεια φιλενάδα μας, τρεις, παρακαλώ, γυναίκες με περίοδο και, όχι, δε μαλλιοτραβηχτήκαμε) ή η «Αγνώστων» στον Κούβελο. Μαζί όμως περνούσαμε καλά, ανακαλύπταμε τα όριά μας, μαθαίναμε με τους ρυθμούς χελώνας που είχαμε κι οι δυο και, ναι, νιώθαμε κι απαλλαγμένες από το πατρονάρισμα που δυστυχώς σχεδόν πάντα προκύπτει, όταν οι σχοινοσύντροφοι είναι του αντίθετου φύλου, ακόμη κι αν η γυναίκα είναι καλύτερη ή πιο έμπειρη ή πιο ικανή στους χειρισμούς. (Αγόρια, μη βαράτε, μπορώ να σας εξηγήσω!)
Η Πλάκα!!! Τι ορθοπλαγιά κι αυτή! Μόλις τη δεις, μένεις σαν χάνος! «Τι πράγμα ατελείωτο είναι αυτό;» «Υπάρχουν εκεί διαδρομές;» Κάπως έτσι έμεινα το μακρινό 2004 (ή 5;), όταν την πρωταντίκρυσα πηγαίνοντας για ένα διήμερο σε ένα σπορ πεδίο κάπου απέναντί της (κι εγώ δεν ξέρω πού το ανακαλύψαμε με τη βολιώτικη αναρριχητοπαρέα του τότε). Εγώ πιο αρχάρια πεθαίνεις, κι αυτή γιγάντια κι επιβλητική. Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα ότι υπήρχε περίπτωση να τη σκαρφαλώσω κάποτε.
Αλλά τα χρόνια πέρασαν κι από τελείως άσχετη, έγινα κάπως πιο σχετική και είχα βρει και το αναρριχητικό μου alter ego, την Άρτεμη. Την Άρτεμη που τη συναντούσα συχνά στα βράχια και που τυχαία «σχοινοσυντοφέψαμε» πρώτη φορά στο Ταξίδι των Αργοναυτών στη Βαράσοβα το ‘11 και που τα λέγαμε πριν δώσουμε τις εξετάσεις για τη σχολή βοηθών εκπαιδευτών το ‘12, και που κολλήσαμε για τα καλά σκαρφαλώνοντας συνεχώς κι όσο μπορούσαμε παραδοσιακές διαδρομές και πριν και μετά τη σχολή.
Και κάπως έτσι ήρθε η πρώτη γυναικεία επανάληψη της κλασικής στην Πλάκα. Δεν είχαμε ως στόχο μια γυναικεία πρωτιά –αντίστοιχες πρωτιές, χωρίς να το γνωρίζουμε ή να το επιδιώκουμε, πρέπει να είχαμε κι άλλες˙ τέτοιες παίζει να ήταν η «Kontrastprogramm» στα Μετέωρα (όπου μάλιστα σκαρφαλώναμε με τη Δημητρούλα, τη βόρεια φιλενάδα μας, τρεις, παρακαλώ, γυναίκες με περίοδο και, όχι, δε μαλλιοτραβηχτήκαμε) ή η «Αγνώστων» στον Κούβελο. Μαζί όμως περνούσαμε καλά, ανακαλύπταμε τα όριά μας, μαθαίναμε με τους ρυθμούς χελώνας που είχαμε κι οι δυο και, ναι, νιώθαμε κι απαλλαγμένες από το πατρονάρισμα που δυστυχώς σχεδόν πάντα προκύπτει, όταν οι σχοινοσύντροφοι είναι του αντίθετου φύλου, ακόμη κι αν η γυναίκα είναι καλύτερη ή πιο έμπειρη ή πιο ικανή στους χειρισμούς. (Αγόρια, μη βαράτε, μπορώ να σας εξηγήσω!)
Μια και δυο λοιπόν, αφού σκαρφαλώναμε που σκαρφαλώναμε διαρκώς, είπαμε «Δεν πάμε και στην Πλάκα;» Μεγάλη και σίγουρα με αρκετές δυσκολίες για μας, με κυριότερες τη διάρκειά της και το route finding. Αλλά ήμασταν καλά φορμαρισμένες εκείνο το διάστημα και είπαμε ότι θα κάνουμε και καλή προπόνηση και θα πάρουμε και κάθε δυνατή πληροφορία και, δεν μπορεί, θα τα καταφέρουμε. Πόσο αστείες ήμασταν στ’ αλήθεια εκείνο το διάστημα, που πηγαίναμε σε σπορ πεδία και σκαρφαλώναμε με κάτι πανύβαρα σακίδια, για να προπονηθούμε, ή που πήγαμε στην Αγνώστων –διαδρομή πιο ζόρικη από την κλασική- για να προπονηθούμε επίσης, ή που συναντηθήκαμε στην πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο λίγες μέρες πριν, για να μελετήσουμε το σκίτσο του Αλέκου και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Εκεί την πατήσαμε λίγο με την προετοιμασία, μια και καταλήξαμε χαράματα σπίτι μου, στουπί κι οι δύο (κέντρο Αθήνας γαρ, και να θες ν’ αγιάσεις, δε σ’ αφήνουν).
Ήρθε λοιπόν η μεγάλη μέρα της αναχώρησης για τη Συκιά. Για να τα προετοιμάσουμε όλα όσο το δυνατόν καλύτερα, φύγαμε νωρίς το μεσημέρι από Αθήνα. Μόλις φτάσαμε το απογευματάκι στο χωριό, αφού βολτάραμε και χαζέψαμε λίγο, ζαλωθήκαμε τα σακίδιά μας και πήγαμε κι αφήσαμε τα υλικά κοντά στη βάση της διαδρομής. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, σκεφτήκαμε, και το μονοπάτι θα δούμε, μην τυχόν και μπερδευτούμε που θα ανεβαίνουμε αξημέρωτα, και βάρος δε θα έχουμε. Μα όλα να τα προβλέπουμε τα σκασμένα! Και φτάνει τρεις η ώρα τη νύχτα κι εμείς στο πόδι, μην τυχόν κι αργήσουμε, στις τέσσερις να τρέχουμε στο μονοπάτι, στις πέντε στη βάση της διαδρομής…
Στις πέντε στη βάση της διαδρομής να μην μπορούμε να κάνουμε βήμα, γιατί δε βλέπαμε την τύφλα μας. Πίσσα σκοτάδι, ενώ είχε φεγγάρι εκείνες τις μέρες. Δεν την είπαν τυχαία «Ασέληνον Όρος» την Γκιώνα ήδη από την αρχαιότητα. Αλλά εμείς είχαμε παντελή άγνοια επί του θέματος! Ε, τι να κάνουμε, το ρίξαμε στο φαΐ, μια κι είχαμε πάρει δυο πράγματα να «ξαναφάμε» βιαστικά πριν ξεκινήσουμε –πιο λιχούδες από μας δεν έπαιζαν άλλωστε. Κι όταν ξημέρωσε κάμποσο με το καλό, μπήκαμε στη διαδρομή.
Ήρθε λοιπόν η μεγάλη μέρα της αναχώρησης για τη Συκιά. Για να τα προετοιμάσουμε όλα όσο το δυνατόν καλύτερα, φύγαμε νωρίς το μεσημέρι από Αθήνα. Μόλις φτάσαμε το απογευματάκι στο χωριό, αφού βολτάραμε και χαζέψαμε λίγο, ζαλωθήκαμε τα σακίδιά μας και πήγαμε κι αφήσαμε τα υλικά κοντά στη βάση της διαδρομής. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, σκεφτήκαμε, και το μονοπάτι θα δούμε, μην τυχόν και μπερδευτούμε που θα ανεβαίνουμε αξημέρωτα, και βάρος δε θα έχουμε. Μα όλα να τα προβλέπουμε τα σκασμένα! Και φτάνει τρεις η ώρα τη νύχτα κι εμείς στο πόδι, μην τυχόν κι αργήσουμε, στις τέσσερις να τρέχουμε στο μονοπάτι, στις πέντε στη βάση της διαδρομής…
Στις πέντε στη βάση της διαδρομής να μην μπορούμε να κάνουμε βήμα, γιατί δε βλέπαμε την τύφλα μας. Πίσσα σκοτάδι, ενώ είχε φεγγάρι εκείνες τις μέρες. Δεν την είπαν τυχαία «Ασέληνον Όρος» την Γκιώνα ήδη από την αρχαιότητα. Αλλά εμείς είχαμε παντελή άγνοια επί του θέματος! Ε, τι να κάνουμε, το ρίξαμε στο φαΐ, μια κι είχαμε πάρει δυο πράγματα να «ξαναφάμε» βιαστικά πριν ξεκινήσουμε –πιο λιχούδες από μας δεν έπαιζαν άλλωστε. Κι όταν ξημέρωσε κάμποσο με το καλό, μπήκαμε στη διαδρομή.
Την πρώτη μέρα όλα κύλησαν καλά. Δεν τρέχαμε κιόλας, αλλά βγήκαμε πριν τη μία στο διάζωμα, όπως μας είχε συμβουλεύσει ο Ιπποκράτης, ώστε να έχουμε ελπίδες να κάνουμε τη διαδρομή αξιοπρεπώς. Με το σούρουπο είχαμε κάνει τις περισσότερες σχοινιές πάνω απ’ το διάζωμα κι ήμασταν τακτοποιημένες στο πατάρι που θα κάναμε μπιβουάκ. Φάγαμε τα σάντουίτς μας, τις μπάρες μας κι ελέγξαμε πώς πάμε από νερό. Εμβρόντητες κι οι δυο! Από φόβο μήπως ξεμείνουμε, είχαμε πιει… σχεδόν καθόλου κι είχαμε κορακιάσει ολημερίς στην κάψα. Ξεθαρρέψαμε λοιπόν κι ήπιαμε κάμποσο. Βέβαια είχαμε καεί τόσο πολύ μέσα στη μέρα, που εγώ κατάφερα να κοιμηθώ μόνο αφού ήπια λίγο νερό με αλμόρα τη μαγική.
Το πρωί φρέσκες, ολόφρεσκες, ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε. Αυτό που μας έκανε εντύπωση ήταν που καμιά μας δεν μπόρεσε να κατουρήσει -τόσο είχαμε αφυδατωθεί την προηγούμενη μέρα. Και να ‘μαστε πάλι στο δρόμο, στο βράχο δηλαδή.
Και κάπου εκεί άρχισε η περιπέτεια… Τη δεύτερη μέρα όλο μπερδευόμασταν, όλο ζοριζόμασταν, όλο ωχ και τώρα πού πάμε ήμασταν. Οι ώρες περνούσαν κι εμείς πηγαίναμε αργά λόγω λαθών. Ελάχιστα πριν την έξοδο κάναμε το πιο σοβαρό λάθος, με μένα να μπαίνω ντουγρού σε ένα δίεδρο, που πραγματικά δεν ξέρω πώς μπορεί να μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να πηγαίνει από εκεί η διαδρομή (κι ενώ λίγο πριν είχαμε δει κι είχαμε συζητήσει ποια πρέπει να είναι η λογική συνέχειά της), την Άρτεμη να έρχεται, να πηγαίνει κουτσά στραβά λίγο παραπάνω, ενώ το πράγμα άρχιζε να ζορίζει σοβαρά, και τελικά να υποχωρούμε ατάκτως, εγκαταλείποντας και κάμποσα υλικά για το ραπέλ (κάποια από αυτά μας επιστράφηκαν αργότερα, όταν ο Αρίστος και ο Παναής άνοιξαν τη διαδρομή αυτή).
Το πρωί φρέσκες, ολόφρεσκες, ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε. Αυτό που μας έκανε εντύπωση ήταν που καμιά μας δεν μπόρεσε να κατουρήσει -τόσο είχαμε αφυδατωθεί την προηγούμενη μέρα. Και να ‘μαστε πάλι στο δρόμο, στο βράχο δηλαδή.
Και κάπου εκεί άρχισε η περιπέτεια… Τη δεύτερη μέρα όλο μπερδευόμασταν, όλο ζοριζόμασταν, όλο ωχ και τώρα πού πάμε ήμασταν. Οι ώρες περνούσαν κι εμείς πηγαίναμε αργά λόγω λαθών. Ελάχιστα πριν την έξοδο κάναμε το πιο σοβαρό λάθος, με μένα να μπαίνω ντουγρού σε ένα δίεδρο, που πραγματικά δεν ξέρω πώς μπορεί να μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να πηγαίνει από εκεί η διαδρομή (κι ενώ λίγο πριν είχαμε δει κι είχαμε συζητήσει ποια πρέπει να είναι η λογική συνέχειά της), την Άρτεμη να έρχεται, να πηγαίνει κουτσά στραβά λίγο παραπάνω, ενώ το πράγμα άρχιζε να ζορίζει σοβαρά, και τελικά να υποχωρούμε ατάκτως, εγκαταλείποντας και κάμποσα υλικά για το ραπέλ (κάποια από αυτά μας επιστράφηκαν αργότερα, όταν ο Αρίστος και ο Παναής άνοιξαν τη διαδρομή αυτή).
Μπήκαμε πάλι στη διαδρομή αργά το μεσημέρι. Κι ο ήλιος να καίει αφόρητα, το νερό μοιραία να τελειώνει κάποια στιγμή κι εγώ να υπόσχομαι ότι μόλις φτάσουμε στη χιονούρα (που είχαμε πληροφορίες ότι εκείνη τη χρονιά υπήρχε), θα ορμήσω να τη φάω. Η Άρτεμις με κοιτούσε με αηδία. Να φάω τη χιονούρα!
Επειδή είχε σκαρφαλώσει τα πιο δύσκολα σημεία της διαδρομής, στο τέλος παρέδωσε πνεύμα κι είπε ότι δεν πάει άλλο μπροστά. Κι εγώ, που είχα ζοριστεί εξίσου, με βαριά καρδιά έσφιξα τα δόντια –δεν είχα και επιλογή- κι άρχισα να τρέχω. Ξαφνικά μου φαινόταν απόλυτα ξεκάθαρο το πού έπρεπε να πάμε και καθώς ήταν εύκολες οι τελευταίες σχοινιές, τις πήγαινα τρέχοντας. Μα δεν μπορούσα να το πάθω αυτό λίγο νωρίτερα;
Απόγευμα πια φτάσαμε επιτέλους στην τρύπα της εξόδου και πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής. Μόλις φτάσαμε στη χιονούρα, πιστή στην υπόσχεσή μου, της όρμησα άρχισα να τη δαγκώνω, να λιώνω το παγωμένο χιόνι και να δροσίζομαι. Η Άρτεμις, ούτε που σκέφτηκε την προηγούμενη αηδία της, της όρμησε επίσης. Δυο τύπισσες ψηλά στη Γκιώνα να βόσκουν σε μια χιονούρα! Ευτυχώς που είχαμε τη μαγική αλμόρα και βάλαμε χιόνι στα μπουκαλάκια μας κι είχαμε νερό ξεδιψαστικό, για κάμποση ώρα τουλάχιστον.
Βέβαια η περιπέτειά μας δεν είχε τελειώσει ακόμη, μιας κι όντας τόσο ταλαιπωρημένες ζοριζόμασταν πολύ και στο κατέβασμα κι είχε πια βραδιάσει. Όλο χάναμε το μονοπάτι, όλο λοξοδρομούσαμε, όλο καθυστερούσαμε, σε σημείο που η Άρτεμις πρότεινε να κοιμηθούμε κάπου στο μονοπάτι και να συνεχίσουμε το πρωί. Εγώ δεν μπορούσα ούτε να το διανοηθώ ότι θα μέναμε κι άλλο χωρίς νερό κι έβαλα φτερά στα πόδια κι ανάγκαζα τα μάτια μου να βρίσκουν τα σημάδια, για να πηγαίνουμε όλο και πιο κάτω. Επιτέλους κάποια στιγμή φτάσαμε στο χωριό κι ήπιαμε, ήπιαμε, ήπιαμε νερό (πόσο απολαυστικό, άμα σου έχει λείψει!), πριν πάρουμε το δρόμο για τα φιλόξενα σπιτάκια του Τζώρτζη, όπου και μείναμε εκείνη τη νύχτα. Την επόμενη μέρα πήραμε το δρόμο της επιστροφής, πίνοντας σαν τρελές αναψυκτικά, μήπως και ξεδιψάσουμε κάποτε, και τρέχοντας αλαφιασμένες για την πρωτοβάθμια διεύθυνση εκπαίδευσης, μια κι ήταν η τελευταία μέρα που θα μπορούσε να κάνει η Άρτεμις τα χαρτιά της για αναπληρώτρια. Η περιπέτειά μας λοιπόν ολοκληρώθηκε κάπου στην Ελευσίνα!
Το κείμενο αυτό δεν μπορεί να κλείσει με κάτι άλλο πέρα από μια αναφορά στην Άρτεμη, το μαγικό αυτό πλάσμα, που πέρασε για λίγο από κοντά μας, μας έδειξε την ομορφιά και τη χαρά της ζωής κι έφυγε τόσο πρόωρα και τόσο άδικα. Κάθε φορά που βρίσκομαι, βλέπω ή σκέφτομαι την Πλάκα, αναπόφευκτα σκέφτομαι κι εκείνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η φορά που πήγαμε με τη Μαριάννα και τη Ναταλία (άλλη μια γυναικεία προσπάθεια, που όμως ολοκληρώθηκε στο διάζωμα μια και το σύμπαν είχε συνωμοτήσει για να μην τα καταφέρουμε) κι εγώ δε σταματούσα να τους μιλάω για εκείνη.
Παρόλο που έχω σκαρφαλώσει και με άλλους σχοινοσυντρόφους έκτοτε και έχω περάσει εξίσου όμορφα μαζί τους, να, με την Άρτεμη είχαμε ένα απίστευτο ταίριασμα. Μπήκαμε μαζί σε ένα ταξίδι, που δυστυχώς έμεινε στη μέση. Μαζί μαθαίναμε και ψάχναμε κι αναζητούσαμε κι ήταν η μια το μέτρο της άλλης. Ό,τι έκανε η μία, ήξερε κι η άλλη ότι μπορεί να το κάνει, παρόλο που εκείνη έκανε πάντα κάτι πιο τσιμπημένο σε δυσκολία από μένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Regenbogen στα Μετέωρα, την οποία όταν πρωτοείδαμε ζαχαρώναμε κι αναρωτιόμασταν αν είναι διαδρομή (λέγαμε μάλιστα -οι αφελείς- αν δεν είναι, να πάμε να την ανοίξουμε, λες κι υπήρχε περίπτωση να είχαν αφήσει οι Γερμανοί ή κι όποιος άλλος τέτοια χαρακτηριστική γραμμή ανέγγιχτη). Κι όταν λίγα χρόνια αργότερα τη σκαρφαλώσαμε με την Ειρήνη και τη Γιώτα, η Άρτεμις μου είπε ότι ήξερε πως μπορεί να την κάνει κι εκείνη, μόλις προπονηθεί λίγο (ήταν ο χρόνος στο χωριό της Άρτας με το ελάχιστο σκαρφάλωμα).
Και τώρα εδώ, εν μέσω καραντίνας να αναπολώ εκείνες τις μαγικές μέρες που σκαρφάλωνα σε εκείνα τα μαγικά μέρη με το σχοινοσυντροφάκι μου κι όχι μόνο.
Επειδή είχε σκαρφαλώσει τα πιο δύσκολα σημεία της διαδρομής, στο τέλος παρέδωσε πνεύμα κι είπε ότι δεν πάει άλλο μπροστά. Κι εγώ, που είχα ζοριστεί εξίσου, με βαριά καρδιά έσφιξα τα δόντια –δεν είχα και επιλογή- κι άρχισα να τρέχω. Ξαφνικά μου φαινόταν απόλυτα ξεκάθαρο το πού έπρεπε να πάμε και καθώς ήταν εύκολες οι τελευταίες σχοινιές, τις πήγαινα τρέχοντας. Μα δεν μπορούσα να το πάθω αυτό λίγο νωρίτερα;
Απόγευμα πια φτάσαμε επιτέλους στην τρύπα της εξόδου και πήραμε το μονοπάτι της επιστροφής. Μόλις φτάσαμε στη χιονούρα, πιστή στην υπόσχεσή μου, της όρμησα άρχισα να τη δαγκώνω, να λιώνω το παγωμένο χιόνι και να δροσίζομαι. Η Άρτεμις, ούτε που σκέφτηκε την προηγούμενη αηδία της, της όρμησε επίσης. Δυο τύπισσες ψηλά στη Γκιώνα να βόσκουν σε μια χιονούρα! Ευτυχώς που είχαμε τη μαγική αλμόρα και βάλαμε χιόνι στα μπουκαλάκια μας κι είχαμε νερό ξεδιψαστικό, για κάμποση ώρα τουλάχιστον.
Βέβαια η περιπέτειά μας δεν είχε τελειώσει ακόμη, μιας κι όντας τόσο ταλαιπωρημένες ζοριζόμασταν πολύ και στο κατέβασμα κι είχε πια βραδιάσει. Όλο χάναμε το μονοπάτι, όλο λοξοδρομούσαμε, όλο καθυστερούσαμε, σε σημείο που η Άρτεμις πρότεινε να κοιμηθούμε κάπου στο μονοπάτι και να συνεχίσουμε το πρωί. Εγώ δεν μπορούσα ούτε να το διανοηθώ ότι θα μέναμε κι άλλο χωρίς νερό κι έβαλα φτερά στα πόδια κι ανάγκαζα τα μάτια μου να βρίσκουν τα σημάδια, για να πηγαίνουμε όλο και πιο κάτω. Επιτέλους κάποια στιγμή φτάσαμε στο χωριό κι ήπιαμε, ήπιαμε, ήπιαμε νερό (πόσο απολαυστικό, άμα σου έχει λείψει!), πριν πάρουμε το δρόμο για τα φιλόξενα σπιτάκια του Τζώρτζη, όπου και μείναμε εκείνη τη νύχτα. Την επόμενη μέρα πήραμε το δρόμο της επιστροφής, πίνοντας σαν τρελές αναψυκτικά, μήπως και ξεδιψάσουμε κάποτε, και τρέχοντας αλαφιασμένες για την πρωτοβάθμια διεύθυνση εκπαίδευσης, μια κι ήταν η τελευταία μέρα που θα μπορούσε να κάνει η Άρτεμις τα χαρτιά της για αναπληρώτρια. Η περιπέτειά μας λοιπόν ολοκληρώθηκε κάπου στην Ελευσίνα!
Το κείμενο αυτό δεν μπορεί να κλείσει με κάτι άλλο πέρα από μια αναφορά στην Άρτεμη, το μαγικό αυτό πλάσμα, που πέρασε για λίγο από κοντά μας, μας έδειξε την ομορφιά και τη χαρά της ζωής κι έφυγε τόσο πρόωρα και τόσο άδικα. Κάθε φορά που βρίσκομαι, βλέπω ή σκέφτομαι την Πλάκα, αναπόφευκτα σκέφτομαι κι εκείνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η φορά που πήγαμε με τη Μαριάννα και τη Ναταλία (άλλη μια γυναικεία προσπάθεια, που όμως ολοκληρώθηκε στο διάζωμα μια και το σύμπαν είχε συνωμοτήσει για να μην τα καταφέρουμε) κι εγώ δε σταματούσα να τους μιλάω για εκείνη.
Παρόλο που έχω σκαρφαλώσει και με άλλους σχοινοσυντρόφους έκτοτε και έχω περάσει εξίσου όμορφα μαζί τους, να, με την Άρτεμη είχαμε ένα απίστευτο ταίριασμα. Μπήκαμε μαζί σε ένα ταξίδι, που δυστυχώς έμεινε στη μέση. Μαζί μαθαίναμε και ψάχναμε κι αναζητούσαμε κι ήταν η μια το μέτρο της άλλης. Ό,τι έκανε η μία, ήξερε κι η άλλη ότι μπορεί να το κάνει, παρόλο που εκείνη έκανε πάντα κάτι πιο τσιμπημένο σε δυσκολία από μένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Regenbogen στα Μετέωρα, την οποία όταν πρωτοείδαμε ζαχαρώναμε κι αναρωτιόμασταν αν είναι διαδρομή (λέγαμε μάλιστα -οι αφελείς- αν δεν είναι, να πάμε να την ανοίξουμε, λες κι υπήρχε περίπτωση να είχαν αφήσει οι Γερμανοί ή κι όποιος άλλος τέτοια χαρακτηριστική γραμμή ανέγγιχτη). Κι όταν λίγα χρόνια αργότερα τη σκαρφαλώσαμε με την Ειρήνη και τη Γιώτα, η Άρτεμις μου είπε ότι ήξερε πως μπορεί να την κάνει κι εκείνη, μόλις προπονηθεί λίγο (ήταν ο χρόνος στο χωριό της Άρτας με το ελάχιστο σκαρφάλωμα).
Και τώρα εδώ, εν μέσω καραντίνας να αναπολώ εκείνες τις μαγικές μέρες που σκαρφάλωνα σε εκείνα τα μαγικά μέρη με το σχοινοσυντροφάκι μου κι όχι μόνο.