Παράθυρα με θέα, 610μ VIII (VII-, A1) +300μ III
Την πρώτη φορά που πήγα σε βουνό έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται «...τι κάνω εγώ εδώ πάνω;!» κρεμασμένος στο ρελέ του WC, γεμάτος κουτσουλιές. Εκείνη τη μέρα ο Μπιλ άνοιξε 2 σχοινιές ,αρκετά δύσκολες, και έσυρε εμένα που δεν ήξερα καλά καλά ούτε ψαλιδιά να κάνω.
Ένα χρόνο μετά, έχοντας έρθει σε επαφή με το multi-pitch λίγο περισσότερο πάμε Γκίγκιλο. Κι εκεί που περίμενα πως θα διαλέγαμε μια διαδρομή με εύκολα περάσματα για να μπώ κι εγώ πρώτος μου ανακοινώνει πως θα πάμε για άνοιγμα, να κάνουμε τις περσινές καινούργιες σχοινιές κομμάτι μιας νέας γραμμής. Δεν ξέρω γιατί άλλα μου άρεσε η ιδέα. Δεν είχα πάει ποτέ για τέτοιου είδους άνοιγμα. Πέρναγαν οι μέρες και ετοιμαζόμουν ψυχολογικά μέχρι που ήρθε το Σάββατο.
Δίνουμε ραντεβού στις 3 το πρωί κάτω από το σπίτι μου και στις 6 παρά είμαστε στη βάση της διαδρομής γεμάτοι υλικά. Τρυπάνι, 4-5 βύσματα, 1-2 σειρές καρύδια, 1 σειρά friends μαζί με κάποια zero και πολλά σετάκια. Από τροφή δεν είχαμε πολλά. Έτοιμοι να ξεκινήσει η περιπέτεια.
Η πρώτη σχοινιά έφυγε γρήγορα και ξαφνικά είχαμε μπροστά μας μια άρνηση. Εκεί ξεκινήσαμε τη δεύτερη σχοινιά. Φαινόταν δύσκολη. Ο Μπιλ το πάλευε ώρα, πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε πάνω, πότε κάτω ενώ εγώ σκεφτόμουν πως οι ψείρες που είχε βάλει θα ξηλωθούν. “Πάρε”, “δώσε” και “πέτρες” ήταν ότι άκουγα για αρκετή ώρα. Κι έρχεται η σειρά μου να ακολουθήσω top rope. Αδύνατων να το κάνω ελεύθερα και να μαζεύω τον εξοπλισμό ταυτόχρονα. Δύσκολα τα πιασίματα και να βγάλεις όλα τα υλικά απο το βράχο...μανίκι. Τα άρμεξα με μαεστρία και βγήκα στο ρελέ. Στην αρχή της τρίτης σχοινιάς συνέβη κάτι περίεργο. Ήταν λές και το βουνό δεν ήθελε να προχωρήσουμε. Ο Μπιλ δεν έβρισκε κανένα πέρασμα για πάρα πολύ ώρα. Μετά απο αγώνα βίδωσε ένα βύσμα και έκανε ένα δύσκολο πέρασμα που οδηγεί σε εύκολο τερέν. Πενήντα μέτρα μετά κάνει ρελέ στο διάζωμα και ακολουθώ τρέχοντας.
Κι εκεί συνέβη το παράδοξο. Ήμασταν στο τρίτο ρελέ και η ώρα ήταν 8 το απόγευμα. “Και τώρα τι κάνουμε Μπιλ; Πέρασε ολόκληρη μέρα και δεν σκαρφαλώσαμε ούτε 100 μέτρα”. “Ακολούθα” μου λέει. “Θα πάμε δεξιά στα λούκια”. Ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε για περίπου 150 μέτρα. Μετά σκοτάδι. Βρήκαμε μια μικροσκοπική τρύπα και στριμωχτήκαμε. Πετάξαμε κάτω τα σχοινιά και κάτσαμε πάνω τους. Μοιραστήκαμε το σάντουιτς και ήπιαμε νερό. Μετά περιμέναμε απλός να έρθει το ξημέρωμα. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου ολόκληρο το βράδυ κάναμε αστεία για το πόσο κρύο έχει Ιούλιο μήνα και γελάγαμε με τον ήχο των δοντιών μου. Το πρώτο μου μπίβι εκεί που ούτε καν το περίμενα. Τελικά το ξημέρωμα ήρθε και στις 6 ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Χωρίς γραμμή να ακολουθήσουμε, χωρίς πλάνο, απλά προς τα πάνω, σκραμπλάροντας εύκολα περάσματα.
Δύο εβδομάδες μετά επιστρέψαμε. Είχε γίνει έμμονη ιδέα η νέα διαδρομή. Στις 6 το πρωί ξεκινάμε και φτάνουμε όπως όπως στο τρίτο ρελέ. Από εκεί ακολουθεί εύκολη αναρρίχηση μέχρι τα παράθυρα όπου έχει κρουξ. Οι επόμενες 3 σχοινιές είναι απολαυστικές. Ντελικάτες κινήσεις σε μασίφ βράχο. Άρνηση, τραβέρσες, σχισμές. Έχει απ’ όλα. Και τελικά εκείνο το απόγευμα φτάσαμε κορυφή. Το άνοιγμα είχε τελειώσει. Μια νέα διαδρομή υπήρχε στην ορθοπλαγιά και περίμενε την πρώτη ελεύθερη επανάληψη.
Nίκος Κασούνης
Ένα χρόνο μετά, έχοντας έρθει σε επαφή με το multi-pitch λίγο περισσότερο πάμε Γκίγκιλο. Κι εκεί που περίμενα πως θα διαλέγαμε μια διαδρομή με εύκολα περάσματα για να μπώ κι εγώ πρώτος μου ανακοινώνει πως θα πάμε για άνοιγμα, να κάνουμε τις περσινές καινούργιες σχοινιές κομμάτι μιας νέας γραμμής. Δεν ξέρω γιατί άλλα μου άρεσε η ιδέα. Δεν είχα πάει ποτέ για τέτοιου είδους άνοιγμα. Πέρναγαν οι μέρες και ετοιμαζόμουν ψυχολογικά μέχρι που ήρθε το Σάββατο.
Δίνουμε ραντεβού στις 3 το πρωί κάτω από το σπίτι μου και στις 6 παρά είμαστε στη βάση της διαδρομής γεμάτοι υλικά. Τρυπάνι, 4-5 βύσματα, 1-2 σειρές καρύδια, 1 σειρά friends μαζί με κάποια zero και πολλά σετάκια. Από τροφή δεν είχαμε πολλά. Έτοιμοι να ξεκινήσει η περιπέτεια.
Η πρώτη σχοινιά έφυγε γρήγορα και ξαφνικά είχαμε μπροστά μας μια άρνηση. Εκεί ξεκινήσαμε τη δεύτερη σχοινιά. Φαινόταν δύσκολη. Ο Μπιλ το πάλευε ώρα, πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε πάνω, πότε κάτω ενώ εγώ σκεφτόμουν πως οι ψείρες που είχε βάλει θα ξηλωθούν. “Πάρε”, “δώσε” και “πέτρες” ήταν ότι άκουγα για αρκετή ώρα. Κι έρχεται η σειρά μου να ακολουθήσω top rope. Αδύνατων να το κάνω ελεύθερα και να μαζεύω τον εξοπλισμό ταυτόχρονα. Δύσκολα τα πιασίματα και να βγάλεις όλα τα υλικά απο το βράχο...μανίκι. Τα άρμεξα με μαεστρία και βγήκα στο ρελέ. Στην αρχή της τρίτης σχοινιάς συνέβη κάτι περίεργο. Ήταν λές και το βουνό δεν ήθελε να προχωρήσουμε. Ο Μπιλ δεν έβρισκε κανένα πέρασμα για πάρα πολύ ώρα. Μετά απο αγώνα βίδωσε ένα βύσμα και έκανε ένα δύσκολο πέρασμα που οδηγεί σε εύκολο τερέν. Πενήντα μέτρα μετά κάνει ρελέ στο διάζωμα και ακολουθώ τρέχοντας.
Κι εκεί συνέβη το παράδοξο. Ήμασταν στο τρίτο ρελέ και η ώρα ήταν 8 το απόγευμα. “Και τώρα τι κάνουμε Μπιλ; Πέρασε ολόκληρη μέρα και δεν σκαρφαλώσαμε ούτε 100 μέτρα”. “Ακολούθα” μου λέει. “Θα πάμε δεξιά στα λούκια”. Ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε για περίπου 150 μέτρα. Μετά σκοτάδι. Βρήκαμε μια μικροσκοπική τρύπα και στριμωχτήκαμε. Πετάξαμε κάτω τα σχοινιά και κάτσαμε πάνω τους. Μοιραστήκαμε το σάντουιτς και ήπιαμε νερό. Μετά περιμέναμε απλός να έρθει το ξημέρωμα. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου ολόκληρο το βράδυ κάναμε αστεία για το πόσο κρύο έχει Ιούλιο μήνα και γελάγαμε με τον ήχο των δοντιών μου. Το πρώτο μου μπίβι εκεί που ούτε καν το περίμενα. Τελικά το ξημέρωμα ήρθε και στις 6 ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Χωρίς γραμμή να ακολουθήσουμε, χωρίς πλάνο, απλά προς τα πάνω, σκραμπλάροντας εύκολα περάσματα.
Δύο εβδομάδες μετά επιστρέψαμε. Είχε γίνει έμμονη ιδέα η νέα διαδρομή. Στις 6 το πρωί ξεκινάμε και φτάνουμε όπως όπως στο τρίτο ρελέ. Από εκεί ακολουθεί εύκολη αναρρίχηση μέχρι τα παράθυρα όπου έχει κρουξ. Οι επόμενες 3 σχοινιές είναι απολαυστικές. Ντελικάτες κινήσεις σε μασίφ βράχο. Άρνηση, τραβέρσες, σχισμές. Έχει απ’ όλα. Και τελικά εκείνο το απόγευμα φτάσαμε κορυφή. Το άνοιγμα είχε τελειώσει. Μια νέα διαδρομή υπήρχε στην ορθοπλαγιά και περίμενε την πρώτη ελεύθερη επανάληψη.
Nίκος Κασούνης