Ένα μεσημέρι, που ’χαμε πάει με τον Φίλιππο για προπόνηση στην πίστα, αρχίσαμε τα σχέδια για το Σαββατοκύριακo. Που θα πας, θα κάνουμε κάτι κ.λπ. Ενίοτε αυτές οι κουβέντες γίνονται και χωρίς μπύρες. Θα πάω Ξεροβούνι λέει αυτός, θα ’ρθω κι εγώ ζηλεύω εγώ. «Λες να ανοίξουμε μια διαδρομή που ’χω δει;» λέει ο Φίλιππος. Και πάλι, περιέργως χωρίς να ’χω πιει ούτε στάλα, λέω «ναι αμέ μέσα!». Ευτυχώς στη συνέχεια μπήκε στην παρέα κι ο Νικολάκης.
Ξεκινάμε, λοιπόν, Σάββατο βράδυ, στάση περίπτερο για σοκολάτες κ.λπ., το τάπερ με γιουβαρλάκια σε πρώτη θέση και βουρ για το εκκλησάκι διανυκτέρευσης, άγια-Μαρίνα, μεγάλη η χάρη της. Εκεί πρώτα-πρώτα κινδυνέψαμε να χάσουμε τον Νίκο. Με το που κατέβηκε από το δίμετρο ανάχωμα στην άκρη του δρόμου, βούλιαξε μέχρι τη μέση στο απάτητο με το τζιν και το τάπερ με τις φακές και τη ρέγκα στο χέρι. Με τα πολλά άνοιξε βήματα ο Φίλιππος μέχρι την πόρτα, στρώσαμε στην αγία τράπεζα. Από τη μια η άγια-Μαρίνα, απ’ την άλλη ο Παΐσιος τυπωμένος με πίξελ σε χρυσαφί κορνίζα. Το πρωί αρχίσαμε τα πλαν μπι. Μήπως να πάμε πίστα ή και Φιλοπάππου; Και τα τσίπουρα στην νέα Αρτάκη καλά θα ’ναι. Αλλά άντε, για να μη παραδοθούμε με τη μια, λέμε πάμε Δίρφυ για κορυφή. Ήταν εκεί και ωραίο παρεάκι, η Βασούλα, ο γορίλας και λοιποί για ορειβατικό.
Ωστόσο, επειδή μας έτρωγε και το βουνό, σταματήσαμε στο σημείο πρόσβασης να το δούμε. Αναπάντεχα, βρίσκουμε βήματα. Λέμε πάμε και βλέπουμε. Έπειτα από δυο ώρες μέσα στο πανέμορφο χιονισμένο δάσος, με θέα από τη Δίρφυ μέχρι τη θάλασσα, φτάνουμε μπροστά στα βράχια, βλέπουμε τη γραμμή, διαλύεται κάθε τελευταία αμφιβολία και αρχίζουμε να δενόμαστε. Σκαρφαλώνει ο Φίλιππος, δευτεράτζα εγώ, κολλάτζα ο Νίκος. Έτσι τα συμφωνήσαμε.
Για τη διαδρομή, τι να πω… Από κάτω μου φαινόταν παιχνιδάκι, απορούσα γιατί μουρμούριζε σε κάτι σημεία ο Φιλίπ (μετά βέβαια κατάλαβα). Κάποια στιγμή σταματήσαμε και να τον βλέπουμε. Έπαιρνε και ξανάπαιρνε σχοινί, του φωνάξαμε στα 20, φωνάξαμε στα 15, φτάσαμε στα 3 κι ακόμη έπαιρνε κι είχε και το θράσος να μας πει γιατί δε του λέγαμε. Τέλος πάντων, ακούστηκε κι ένα καρφί να κελαηδάει, ακούστηκε και δεύτερο, με τα πολλά αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε. Ε, βέβαια, με τα πρώτα μέτρα άρχισα να αναρωτιέμαι τι δουλειά έχω εγώ πάλι εδώ πάνω, τα γνωστά. Το βουνό όμως ήταν πολύ όμορφο, ο ήλιος λαμπύριζε στις χιονισμένες πλαγιές απέναντι, το κρύο χαλαρό και η θέα απίστευτη. To σκαρφάλωμα ήταν σε σχεδόν ξερό βράχο, έψαχνα συνεχώς να ακουμπήσω κάπου τα πιολέ και ανέβαινα με τα γάντια.
Έφτασα στο πρώτο ρελέ, έφτασε και ο Νίκος, φτάσανε και από κάτω ο Ισπανός κι ο Χρήστος, αρχίσαμε το μπίρι μπίρι κι ο Φίλιππος άρχισε τη δεύτερη σχοινιά. Εδώ τα περασματάκια αρχίσανε με το καλημέρα, αλλά με διάθεση ωραία, με αστειάκια και χαζόλογα. Εκεί, προς τη μέση της διαδρομής, όπου έχει ένα ξερό ελατάκι με πασπαλισμένα χιόνια σαν χριστουγεννιάτικο και με το που το περνάς σταματάει και το εορταστικό κλίμα, ακουστήκανε κάτι μπινελίκια, «Νίκο βγάλε το σκασμό» και άλλα ωραία. Ο Φίλιππος έδειξε την κλάση του στο ντράι τούλινγκ κι έτσι όλα πήγαν μια χαρά και στη δεύτερη σχοινιά, φτάσαμε με τα πολλά κι εμείς, βγάλαμε και κάτι πολύ ωραίες φωτογραφίες του Νίκου να πασχίζει να φτάσει στο δέντρο του ρελέ, ο δε Φίλιππος σιγοτραγουδούσε.
Η τρίτη σχοινιά φαινόταν να είναι χαλαρή, άντε λίγο ακόμη και φτάσαμε. Όντως, κάναμε άλλα τριάντα μέτρα και βρήκαμε στον Φίλιππα που ’χε κάνει ρελέ σε ένα μυτίκι. Εγώ συνέχισα δεμένη (γνωστή φοβιτσιάρα και άμπαλη με τα σιδερικά) μέχρι το βγάλσιμο στο χιονισμένο λούκι και φτάνοντας εκεί λύθηκα, κάθισα στις πέτρες της κορφής και ενημέρωσα πως, όχι, έχει κι άλλο. Φτάσανε και τα παιδιά, φάγαμε κάτι ωραίες μπάρες βρώμης με παπάγια που αρέσαν μόνο σε μένα και αρχίσαμε να τραβερσάρουμε δεξιά από την κορυφογραμμή. Αφού περιπλανηθήκαμε λίγο και πήραμε ένα λούκι για να κατέβουμε από αυτή την πλευρά, τελικά αρχίσαμε την ανάβαση για τα χτένια της κορυφής, θεωρώντας πως κάπως θα βγάζουν στο κεντρικό λούκι. Το χιόνι γλιστρούσε σαν ρύζι σε κάθε βήμα, είχαμε γίνει μούσκεμα από το περπάτημα στον ήλιο και το νερό φυσικά είχε τελειώσει. Ευτυχώς χωρίς απρόοπτα φτάσαμε στο πλάτωμα πάνω από το λούκι, χαλαρώσαμε, βγάλαμε τις φωτογραφίες μας, αγκαλιαστήκαμε και ξεκινήσαμε την κατάβαση.
Η διαδρομή μέσα από το χιονισμένο δάσος δεν φαινόταν τόσο όμορφη όσο πριν 11 ώρες. Το αυτοκίνητο και η ανακούφιση όταν βγάλαμε μπότες και υλικά ήταν πιο ωραία, όπως ήταν και τα σουβλάκια στην νέα Αρτάκη, όχι σαν του Καλύβα βέβαια, και του άλλου στα Πατήσια.
Ενάμιση μήνα μετά, θυμόμαστε χαμογελώντας τη βόλτα μας στο Ξεροβούνι. Εγώ μόλις έβγαλα βίδες και λάμα από το πόδι κι ο Νίκος μόλις τις έβαλε. Σαν τα βουνά δεν έχει.
Ξεκινάμε, λοιπόν, Σάββατο βράδυ, στάση περίπτερο για σοκολάτες κ.λπ., το τάπερ με γιουβαρλάκια σε πρώτη θέση και βουρ για το εκκλησάκι διανυκτέρευσης, άγια-Μαρίνα, μεγάλη η χάρη της. Εκεί πρώτα-πρώτα κινδυνέψαμε να χάσουμε τον Νίκο. Με το που κατέβηκε από το δίμετρο ανάχωμα στην άκρη του δρόμου, βούλιαξε μέχρι τη μέση στο απάτητο με το τζιν και το τάπερ με τις φακές και τη ρέγκα στο χέρι. Με τα πολλά άνοιξε βήματα ο Φίλιππος μέχρι την πόρτα, στρώσαμε στην αγία τράπεζα. Από τη μια η άγια-Μαρίνα, απ’ την άλλη ο Παΐσιος τυπωμένος με πίξελ σε χρυσαφί κορνίζα. Το πρωί αρχίσαμε τα πλαν μπι. Μήπως να πάμε πίστα ή και Φιλοπάππου; Και τα τσίπουρα στην νέα Αρτάκη καλά θα ’ναι. Αλλά άντε, για να μη παραδοθούμε με τη μια, λέμε πάμε Δίρφυ για κορυφή. Ήταν εκεί και ωραίο παρεάκι, η Βασούλα, ο γορίλας και λοιποί για ορειβατικό.
Ωστόσο, επειδή μας έτρωγε και το βουνό, σταματήσαμε στο σημείο πρόσβασης να το δούμε. Αναπάντεχα, βρίσκουμε βήματα. Λέμε πάμε και βλέπουμε. Έπειτα από δυο ώρες μέσα στο πανέμορφο χιονισμένο δάσος, με θέα από τη Δίρφυ μέχρι τη θάλασσα, φτάνουμε μπροστά στα βράχια, βλέπουμε τη γραμμή, διαλύεται κάθε τελευταία αμφιβολία και αρχίζουμε να δενόμαστε. Σκαρφαλώνει ο Φίλιππος, δευτεράτζα εγώ, κολλάτζα ο Νίκος. Έτσι τα συμφωνήσαμε.
Για τη διαδρομή, τι να πω… Από κάτω μου φαινόταν παιχνιδάκι, απορούσα γιατί μουρμούριζε σε κάτι σημεία ο Φιλίπ (μετά βέβαια κατάλαβα). Κάποια στιγμή σταματήσαμε και να τον βλέπουμε. Έπαιρνε και ξανάπαιρνε σχοινί, του φωνάξαμε στα 20, φωνάξαμε στα 15, φτάσαμε στα 3 κι ακόμη έπαιρνε κι είχε και το θράσος να μας πει γιατί δε του λέγαμε. Τέλος πάντων, ακούστηκε κι ένα καρφί να κελαηδάει, ακούστηκε και δεύτερο, με τα πολλά αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε. Ε, βέβαια, με τα πρώτα μέτρα άρχισα να αναρωτιέμαι τι δουλειά έχω εγώ πάλι εδώ πάνω, τα γνωστά. Το βουνό όμως ήταν πολύ όμορφο, ο ήλιος λαμπύριζε στις χιονισμένες πλαγιές απέναντι, το κρύο χαλαρό και η θέα απίστευτη. To σκαρφάλωμα ήταν σε σχεδόν ξερό βράχο, έψαχνα συνεχώς να ακουμπήσω κάπου τα πιολέ και ανέβαινα με τα γάντια.
Έφτασα στο πρώτο ρελέ, έφτασε και ο Νίκος, φτάσανε και από κάτω ο Ισπανός κι ο Χρήστος, αρχίσαμε το μπίρι μπίρι κι ο Φίλιππος άρχισε τη δεύτερη σχοινιά. Εδώ τα περασματάκια αρχίσανε με το καλημέρα, αλλά με διάθεση ωραία, με αστειάκια και χαζόλογα. Εκεί, προς τη μέση της διαδρομής, όπου έχει ένα ξερό ελατάκι με πασπαλισμένα χιόνια σαν χριστουγεννιάτικο και με το που το περνάς σταματάει και το εορταστικό κλίμα, ακουστήκανε κάτι μπινελίκια, «Νίκο βγάλε το σκασμό» και άλλα ωραία. Ο Φίλιππος έδειξε την κλάση του στο ντράι τούλινγκ κι έτσι όλα πήγαν μια χαρά και στη δεύτερη σχοινιά, φτάσαμε με τα πολλά κι εμείς, βγάλαμε και κάτι πολύ ωραίες φωτογραφίες του Νίκου να πασχίζει να φτάσει στο δέντρο του ρελέ, ο δε Φίλιππος σιγοτραγουδούσε.
Η τρίτη σχοινιά φαινόταν να είναι χαλαρή, άντε λίγο ακόμη και φτάσαμε. Όντως, κάναμε άλλα τριάντα μέτρα και βρήκαμε στον Φίλιππα που ’χε κάνει ρελέ σε ένα μυτίκι. Εγώ συνέχισα δεμένη (γνωστή φοβιτσιάρα και άμπαλη με τα σιδερικά) μέχρι το βγάλσιμο στο χιονισμένο λούκι και φτάνοντας εκεί λύθηκα, κάθισα στις πέτρες της κορφής και ενημέρωσα πως, όχι, έχει κι άλλο. Φτάσανε και τα παιδιά, φάγαμε κάτι ωραίες μπάρες βρώμης με παπάγια που αρέσαν μόνο σε μένα και αρχίσαμε να τραβερσάρουμε δεξιά από την κορυφογραμμή. Αφού περιπλανηθήκαμε λίγο και πήραμε ένα λούκι για να κατέβουμε από αυτή την πλευρά, τελικά αρχίσαμε την ανάβαση για τα χτένια της κορυφής, θεωρώντας πως κάπως θα βγάζουν στο κεντρικό λούκι. Το χιόνι γλιστρούσε σαν ρύζι σε κάθε βήμα, είχαμε γίνει μούσκεμα από το περπάτημα στον ήλιο και το νερό φυσικά είχε τελειώσει. Ευτυχώς χωρίς απρόοπτα φτάσαμε στο πλάτωμα πάνω από το λούκι, χαλαρώσαμε, βγάλαμε τις φωτογραφίες μας, αγκαλιαστήκαμε και ξεκινήσαμε την κατάβαση.
Η διαδρομή μέσα από το χιονισμένο δάσος δεν φαινόταν τόσο όμορφη όσο πριν 11 ώρες. Το αυτοκίνητο και η ανακούφιση όταν βγάλαμε μπότες και υλικά ήταν πιο ωραία, όπως ήταν και τα σουβλάκια στην νέα Αρτάκη, όχι σαν του Καλύβα βέβαια, και του άλλου στα Πατήσια.
Ενάμιση μήνα μετά, θυμόμαστε χαμογελώντας τη βόλτα μας στο Ξεροβούνι. Εγώ μόλις έβγαλα βίδες και λάμα από το πόδι κι ο Νίκος μόλις τις έβαλε. Σαν τα βουνά δεν έχει.
'elapousai', Φίλιππος Δημόπουλος, Βίβιαν Γιούρη, Νίκος Δάρης
Βορινή Ξεροβουνίου, 120μ. / 3 σχοινιές / Μ2+/Μ3
Βορινή Ξεροβουνίου, 120μ. / 3 σχοινιές / Μ2+/Μ3