Σημείωση: Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι
εντελώς συμπτωματική. Οι ρήσεις και οι εντυπώσεις είναι βέβαια
πραγματικές, όμως συνέβησαν μονάχα στο όνειρο.
εντελώς συμπτωματική. Οι ρήσεις και οι εντυπώσεις είναι βέβαια
πραγματικές, όμως συνέβησαν μονάχα στο όνειρο.
Aιτία και αφορμή για να κατέβω στην Κρήτη ήταν ο γάμος του Ευθύμη και της Νίκης. Όμως για πολύ
καιρό έψαχνα την ευκαιρία να επισκευθώ και τους γονείς του Ίκαρου. Έτσι, μια Δευτέρα το πρωί πήρα
τα πόδια μου προς την βίλα της οικογένειας με το τ.69 του Ανεβαίνοντας παραμάσχαλα. Στο δρόμο
σταμάτησα και πήρα μια τσάντα σύκα, καθότι ―όντας στα ξένα― δεν είχα φάει καθόλου φέτος το
καλοκαίρι και μου είχαν λείψει. Πρώτα γνώρισα την μητέρα του, την Ανδρομέδα, μια αξιοπρεπή μορφή
που στάθηκε πρώτη εμπρός μου κατά την είσοδό μου στη βίλα. Όρθια πίσω από το γραφείο της με
καλωσόρισε με μια βαρειά, λιονταρίσια φωνή. Αγκαλιαστήκαμε και μιλήσαμε κυρίως για την Ξένια, την
αδελφή του Ίκαρου που είναι τώρα νιόπαντρη στη Σεβίλη και έγκυος.
Ύστερα, περνώντας δίπλα από μια πισίνα, μπήκαμε σε ένα ταπεινό σπίτι και βρήκαμε τον
Δαίδαλο στο γραφείο του. Πιάσαμε πρώτα κουβέντα για την κατάσταση της χώρας και τα πολιτικά,
ανατρέχοντας πίσω στην ιστορία της Κρήτης, τα Ελληνιστικά χρόνια και την Αναγέννηση... Φανερά,
ήταν ένας αξιόλογος και πνευματώδης συνομιλητής. Φτιάξαμε και καφέ, δηλαδή εκείνος τον έφτιαξε,
αφού η Ανδρομέδα είπε ότι είναι μάστορας στον τούρκικο. Ανάψαμε και οι τρεις από ένα πακέτο
Καρέλια και κινηθήκαμε καμπόσο ακόμα γύρω-γύρω από το θέμα. Είδα το δωμάτιο του Ίκαρου με τις
αφίσες του και τα αυτοκόλλητα στη ντουλάπα, όπως τ' άφησε σχεδόν, τώρα πια γραφείο της μητέρας
του. Από το ανοιχτό παράθυρο μια ανάλαφρη κουρτίνα έτρεχε προς την θάλασσα κυματίζοντας. Ένας
κόμπος σκόνταψε στο λαιμό μου και μια αλμύρα μπούκαρε και μου θόλωσε την όραση. Στάθηκα για λίγο στο παράθυρο κοιτώντας πέρα τα κύματα. Η ανάσα της Ανδρομέδας βαρειά, χάθηκε στο
διάδρομο.
Ύστερα κάτσαμε με τον Δαίδαλο μονάχοι. Του είπα λίγα πράγματα για μένα. Μετρημένες
κουβέντες, για το λίγο που έζησα απ' τον Ίκαρο, για την φαρμακοδότρα ξενητιά που μας μαυλίζει, για
το ανά χείρας άρθρο και για το μετέωρο βήμα του πελαργού... Στα χέρια του έπαιζε με κάτι χαρτάκια
και μ' ένα φιλντισένιο στρόγγυλο κουτάκι. Το μάτι του είχε ελαφρά νοτίσει. Ύστερα μου πρόσφερε ένα
αλλιώτικο τσιγάρο και μου τ' άναψε ο ίδιος με έναν αρχαίο αναπτήρα βενζίνης. Με πήρε το άρωμα και
σωπάσαμε για λίγο. Παρατηρούσα την σιλουέτα του στο σκοτεινό δωμάτιο και το μάτι του που
άστραφτε.
Μετά κάτι συνέβη και μεταφερθήκαμε ―δεν ξέρω πως― σε ένα μυστηριακό μέρος σαν μαντείο.
Μου είπε ότι με την Ανδρομέδα έτσι είχαν διαλέξει να γαλουχήσουν τα παιδιά τους, πάνω απ' όλα
ελεύθερα, και μετά από μια μικρή παύση πρόσθεσε: “όμως για να μην γείρει η παλάντζα, η ελευθερία
θέλει αρετή και τόλμη· έτσι δεν λέει ο ποιητής;" Κι όντως, διαφορετικά, είτε η ελευθερία δεν μας
αξίζει, είτε πάει στράφι.
Mια άλλη φορά που ρώτησε τον Ίκαρο γιατί σκαρφαλώνει στα βουνά, τί ψάχνει νά 'βρει τέλος
πάντων εκεί πάνω, εκείνος του απάντησε πως όταν καταφέρνει να φτάσει στην κορυφή τον περιμένει
πάντα ένας σοφός γέρος που του απαντάει κάθε ερώτηση, κι έτσι μαθαίνει πάντα κάτι για τον εαυτό
του. Και παραθέτω από τον πρόλογο του Μπονάτι στο βιβλίο του The Μountains of my Life:
"Mountaineering will survive as long as it manifests itself as fantasy, idealism, and, above all, the quest
for self-knowledge". Και μιας και μιλάμε για τη διάπλαση των παίδων, στο κλίσιμο γράφει: "...you
cannot be given goals by anyone else. This is my conclusion, after the peaks I have climbed, the places
I have explored, and the success I have achieved."
Μιλώντας αργότερα για τις επιλογές τους ως γονείς και την ελευθερία που έδωσαν στα παιδιά
τους, με τους κινδύνους και τις αγωνίες που αυτή συνεπάγεται για αμφότερες τις πλευρές, μου
ανέφερε τη ρήση ενός εγγλέζου ναυάρχου: "αυτό που κάνω το παίρνω πολύ σοβαρά υπόψη μου, τον
ευατό μου όχι και τόσο". Αυτό έκανε κλικ μέσα μου σε σχέση με τις δικές μου σκέψεις όταν κλειδώνω
το σπίτι φεύγοντας για κάποια σολαρία κι αναλογίζομαι τους ανθρώπους που ίσως να πονέσουν... Στο
σημείο αυτό, φευγαλέα μες στο μισοσκόταδο, είδα τον ίδιο τον Ίκαρο να μου μιλά μέσα απ' τα ρούχα
του πατέρα του, και κάπως ανατρίχιασα με αυτή την ψευδαίσθηση. Φαντάσματα βέβαια δεν υπάρχουν,
όμως κάποιες ψυχές συνεχίζουν να ζουν, στο μυαλό μας μέσα, όπως πάντα.
Εκεί είχα ήδη αρχίσει να μετεωρίζομαι πάνω από την καρέκλα που καθόμουν και να νιώθω
παράξενες κι αντίρροπες δυνάμεις στο σώμα μου (όχι πάντως δυσάρεστες) σαν να με τραβούσε ένα
δυνατό trad-wave προς τα πάνω κι ένα δυνατό φως να με πίεζε από παντού. Στα αυτιά μου έφτασε μια
άλλη φράση: "πολλά παίζεις, πολλά χάνεις, πολλά κερδίζεις". Και τελικά, όταν ο πυρήνας της ύπαρξης
είναι ακριβώς αυτό το βίωμα της ελευθερίας, ποιος είναι ο χαμένος και ποιος ο κερδισμένος; Άπλωσα
το χέρι μου προς τα σύκα που ήταν μεγάλα και γλυκά και κατάπια 3‒4 αμασιτί.
Εντωμεταξύ η κουβέντα μας προχώρησε. Μιλήσαμε για την επίσκεψη του Πρίγκηπα της Αγγλίας
στη βίλα και τις εκμυστηριεύσεις του Δαίδαλου προς τον ανώτατο βασιλικό ακόλουθο σχετικά με
κάποιο νεανικό του παράπτωμα. Και σ' αυτό το σημείο ειπώθηκε η μαγική ατάκα, το άμπρα κατάμπρα
που άνοιξε την άσειστη πέτρα του ασυνειδήτου. Ο τελευταίος τού είχε τότε απαντήσει: "everybody
has a couple of skeletons in his own closet". Επανέλαβα την φράση για να μην την ξεχάσω αναδυόμενος αργότερα από τα βάθη. Έτσι λοιπόν. Για να μην κοροϊδευόμαστε... Ειρήνη ημίν.
Έγραφε λέει κι ο Ίκαρος ποιήματα, όμως "τα λόγια είναι μηδέν, οι πράξεις του είναι ο
άνθρωπος" ανέκραξε ο Δαίδαλος δίνοντάς μου ένα ποτήρι παγωμένο νερό. "Words, words, words..."
αναφωνεί βεβαίως κι ο Άμλετ. Είπαμε κι άλλα, όμως ορισμένα οφείλω να τα κρατήσω για τον εαυτό
μου. Με ξέβγαλαν από την πίσω πόρτα. Τρεκλίζοντας εγώ προσπαθούσα να αρθρώσω κάτι για το
αναγνωρίσιμο της μεγάλης τέχνης, για κάτι θραύσματα που είχα δει πρόσφατα στην πινακοθήκη της
Φερράρα αναφωνώντας “μα πρέπει να είναι Ελ Γκρέκο”. Κι όντως ήταν από τέτοια πάστα ο Ίκαρος, ένα
θραύσμα από το άσβεστο πυρ. Η ζωή του διάρκεσε λίγο σαν σουπερνόβα που σκάει και διαχέεται στο
άπειρο.
Ύστερα από μια άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους (απορώ πως και δεν με μάζεψε κανένα
περιπολικό έτσι δερβίσικα που διάβαινα) ο πρώτος φίλος που κατάφερα να συναντήσω με συμβούλεψε:
"μην το λες γιατί θα το πιστέψεις". Ήταν ένα απ' τα όνειρα εκείνα που νομίζεις πως σχεδόν συνέβησαν
στην πραγματικότητα.
Πάνος Αθανασιάδης
Σεπτ. 2013
καιρό έψαχνα την ευκαιρία να επισκευθώ και τους γονείς του Ίκαρου. Έτσι, μια Δευτέρα το πρωί πήρα
τα πόδια μου προς την βίλα της οικογένειας με το τ.69 του Ανεβαίνοντας παραμάσχαλα. Στο δρόμο
σταμάτησα και πήρα μια τσάντα σύκα, καθότι ―όντας στα ξένα― δεν είχα φάει καθόλου φέτος το
καλοκαίρι και μου είχαν λείψει. Πρώτα γνώρισα την μητέρα του, την Ανδρομέδα, μια αξιοπρεπή μορφή
που στάθηκε πρώτη εμπρός μου κατά την είσοδό μου στη βίλα. Όρθια πίσω από το γραφείο της με
καλωσόρισε με μια βαρειά, λιονταρίσια φωνή. Αγκαλιαστήκαμε και μιλήσαμε κυρίως για την Ξένια, την
αδελφή του Ίκαρου που είναι τώρα νιόπαντρη στη Σεβίλη και έγκυος.
Ύστερα, περνώντας δίπλα από μια πισίνα, μπήκαμε σε ένα ταπεινό σπίτι και βρήκαμε τον
Δαίδαλο στο γραφείο του. Πιάσαμε πρώτα κουβέντα για την κατάσταση της χώρας και τα πολιτικά,
ανατρέχοντας πίσω στην ιστορία της Κρήτης, τα Ελληνιστικά χρόνια και την Αναγέννηση... Φανερά,
ήταν ένας αξιόλογος και πνευματώδης συνομιλητής. Φτιάξαμε και καφέ, δηλαδή εκείνος τον έφτιαξε,
αφού η Ανδρομέδα είπε ότι είναι μάστορας στον τούρκικο. Ανάψαμε και οι τρεις από ένα πακέτο
Καρέλια και κινηθήκαμε καμπόσο ακόμα γύρω-γύρω από το θέμα. Είδα το δωμάτιο του Ίκαρου με τις
αφίσες του και τα αυτοκόλλητα στη ντουλάπα, όπως τ' άφησε σχεδόν, τώρα πια γραφείο της μητέρας
του. Από το ανοιχτό παράθυρο μια ανάλαφρη κουρτίνα έτρεχε προς την θάλασσα κυματίζοντας. Ένας
κόμπος σκόνταψε στο λαιμό μου και μια αλμύρα μπούκαρε και μου θόλωσε την όραση. Στάθηκα για λίγο στο παράθυρο κοιτώντας πέρα τα κύματα. Η ανάσα της Ανδρομέδας βαρειά, χάθηκε στο
διάδρομο.
Ύστερα κάτσαμε με τον Δαίδαλο μονάχοι. Του είπα λίγα πράγματα για μένα. Μετρημένες
κουβέντες, για το λίγο που έζησα απ' τον Ίκαρο, για την φαρμακοδότρα ξενητιά που μας μαυλίζει, για
το ανά χείρας άρθρο και για το μετέωρο βήμα του πελαργού... Στα χέρια του έπαιζε με κάτι χαρτάκια
και μ' ένα φιλντισένιο στρόγγυλο κουτάκι. Το μάτι του είχε ελαφρά νοτίσει. Ύστερα μου πρόσφερε ένα
αλλιώτικο τσιγάρο και μου τ' άναψε ο ίδιος με έναν αρχαίο αναπτήρα βενζίνης. Με πήρε το άρωμα και
σωπάσαμε για λίγο. Παρατηρούσα την σιλουέτα του στο σκοτεινό δωμάτιο και το μάτι του που
άστραφτε.
Μετά κάτι συνέβη και μεταφερθήκαμε ―δεν ξέρω πως― σε ένα μυστηριακό μέρος σαν μαντείο.
Μου είπε ότι με την Ανδρομέδα έτσι είχαν διαλέξει να γαλουχήσουν τα παιδιά τους, πάνω απ' όλα
ελεύθερα, και μετά από μια μικρή παύση πρόσθεσε: “όμως για να μην γείρει η παλάντζα, η ελευθερία
θέλει αρετή και τόλμη· έτσι δεν λέει ο ποιητής;" Κι όντως, διαφορετικά, είτε η ελευθερία δεν μας
αξίζει, είτε πάει στράφι.
Mια άλλη φορά που ρώτησε τον Ίκαρο γιατί σκαρφαλώνει στα βουνά, τί ψάχνει νά 'βρει τέλος
πάντων εκεί πάνω, εκείνος του απάντησε πως όταν καταφέρνει να φτάσει στην κορυφή τον περιμένει
πάντα ένας σοφός γέρος που του απαντάει κάθε ερώτηση, κι έτσι μαθαίνει πάντα κάτι για τον εαυτό
του. Και παραθέτω από τον πρόλογο του Μπονάτι στο βιβλίο του The Μountains of my Life:
"Mountaineering will survive as long as it manifests itself as fantasy, idealism, and, above all, the quest
for self-knowledge". Και μιας και μιλάμε για τη διάπλαση των παίδων, στο κλίσιμο γράφει: "...you
cannot be given goals by anyone else. This is my conclusion, after the peaks I have climbed, the places
I have explored, and the success I have achieved."
Μιλώντας αργότερα για τις επιλογές τους ως γονείς και την ελευθερία που έδωσαν στα παιδιά
τους, με τους κινδύνους και τις αγωνίες που αυτή συνεπάγεται για αμφότερες τις πλευρές, μου
ανέφερε τη ρήση ενός εγγλέζου ναυάρχου: "αυτό που κάνω το παίρνω πολύ σοβαρά υπόψη μου, τον
ευατό μου όχι και τόσο". Αυτό έκανε κλικ μέσα μου σε σχέση με τις δικές μου σκέψεις όταν κλειδώνω
το σπίτι φεύγοντας για κάποια σολαρία κι αναλογίζομαι τους ανθρώπους που ίσως να πονέσουν... Στο
σημείο αυτό, φευγαλέα μες στο μισοσκόταδο, είδα τον ίδιο τον Ίκαρο να μου μιλά μέσα απ' τα ρούχα
του πατέρα του, και κάπως ανατρίχιασα με αυτή την ψευδαίσθηση. Φαντάσματα βέβαια δεν υπάρχουν,
όμως κάποιες ψυχές συνεχίζουν να ζουν, στο μυαλό μας μέσα, όπως πάντα.
Εκεί είχα ήδη αρχίσει να μετεωρίζομαι πάνω από την καρέκλα που καθόμουν και να νιώθω
παράξενες κι αντίρροπες δυνάμεις στο σώμα μου (όχι πάντως δυσάρεστες) σαν να με τραβούσε ένα
δυνατό trad-wave προς τα πάνω κι ένα δυνατό φως να με πίεζε από παντού. Στα αυτιά μου έφτασε μια
άλλη φράση: "πολλά παίζεις, πολλά χάνεις, πολλά κερδίζεις". Και τελικά, όταν ο πυρήνας της ύπαρξης
είναι ακριβώς αυτό το βίωμα της ελευθερίας, ποιος είναι ο χαμένος και ποιος ο κερδισμένος; Άπλωσα
το χέρι μου προς τα σύκα που ήταν μεγάλα και γλυκά και κατάπια 3‒4 αμασιτί.
Εντωμεταξύ η κουβέντα μας προχώρησε. Μιλήσαμε για την επίσκεψη του Πρίγκηπα της Αγγλίας
στη βίλα και τις εκμυστηριεύσεις του Δαίδαλου προς τον ανώτατο βασιλικό ακόλουθο σχετικά με
κάποιο νεανικό του παράπτωμα. Και σ' αυτό το σημείο ειπώθηκε η μαγική ατάκα, το άμπρα κατάμπρα
που άνοιξε την άσειστη πέτρα του ασυνειδήτου. Ο τελευταίος τού είχε τότε απαντήσει: "everybody
has a couple of skeletons in his own closet". Επανέλαβα την φράση για να μην την ξεχάσω αναδυόμενος αργότερα από τα βάθη. Έτσι λοιπόν. Για να μην κοροϊδευόμαστε... Ειρήνη ημίν.
Έγραφε λέει κι ο Ίκαρος ποιήματα, όμως "τα λόγια είναι μηδέν, οι πράξεις του είναι ο
άνθρωπος" ανέκραξε ο Δαίδαλος δίνοντάς μου ένα ποτήρι παγωμένο νερό. "Words, words, words..."
αναφωνεί βεβαίως κι ο Άμλετ. Είπαμε κι άλλα, όμως ορισμένα οφείλω να τα κρατήσω για τον εαυτό
μου. Με ξέβγαλαν από την πίσω πόρτα. Τρεκλίζοντας εγώ προσπαθούσα να αρθρώσω κάτι για το
αναγνωρίσιμο της μεγάλης τέχνης, για κάτι θραύσματα που είχα δει πρόσφατα στην πινακοθήκη της
Φερράρα αναφωνώντας “μα πρέπει να είναι Ελ Γκρέκο”. Κι όντως ήταν από τέτοια πάστα ο Ίκαρος, ένα
θραύσμα από το άσβεστο πυρ. Η ζωή του διάρκεσε λίγο σαν σουπερνόβα που σκάει και διαχέεται στο
άπειρο.
Ύστερα από μια άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους (απορώ πως και δεν με μάζεψε κανένα
περιπολικό έτσι δερβίσικα που διάβαινα) ο πρώτος φίλος που κατάφερα να συναντήσω με συμβούλεψε:
"μην το λες γιατί θα το πιστέψεις". Ήταν ένα απ' τα όνειρα εκείνα που νομίζεις πως σχεδόν συνέβησαν
στην πραγματικότητα.
Πάνος Αθανασιάδης
Σεπτ. 2013