του Χριστόφορου Κουνιάκη
Κάθε φορά που πήγαινα να σκαρφαλώσω την Πλάκα της Γκιώνας, είτε μέχρι το διάζωμα, είτε ολόκληρη, το βλέμμα μου εστίαζε πάντα στο κεντρο-δεξιό της μέρος. Το τμήμα αυτό της Πλάκας έδειχνε πιο κάθετο και πιο καθαρό, άρα θα ήταν και πιο ελκυστικό σκεφτόμουν για να ανοιχθεί μια αξιόλογη διαδρομή. Η σκέψη αυτή με τον καιρό άρχισε να μου γίνεται έμμονη ιδέα. Μετά το σκαρφάλωμα ολόκληρης της Πλάκας που πραγματοποίησα το ’86 με το Σταύρο Μωραϊτίνη, η ιδέα αυτή είχε πια ωριμάσει. Μια νέα διαδρομή πιο δεξιά από την κλασσική του Μιχαηλίδη, πιστεύω ότι εκτός από εμένα θα το ήθελαν και άλλοι αναρριχητές για να μην πω θα το ήθελε και η ίδια η … Πλάκα. Δυστυχώς έπρεπε να περιμένω μέχρι το ’89 για να υλοποιήσω το σχέδιό μου γιατί μεταξύ έπρεπε να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στην πατρίδα, ως φαντάρος.
Ήταν 13 Αυγούστου το ’89 όταν έφυγα από την Αθήνα καβαλώντας το SUZUKI GSX 750 με προορισμό τη Συκιά. Φθάνοντας το βράδυ στο χωριό άφησα τη μηχανή και περπάτησα μέχρι τη βάση της Πλάκας. Έφαγα κάτι για βραδυνό και μπήκα στον υπνόσακο μου. Ήξερα ότι η επόμενη ημέρα θα είναι μια δύσκολη ημέρα, καθώς θα επιχειρούσα να ανοίξω μια διαδρομή σε δύσκολο πεδίο και μάλιστα μόνος μου.
Το πρωί ο ήλιος δεν είχε φανεί, κοιτάζοντας επάνω τη σκοτεινή όψη της Πλάκας με κυρίευσε ένα αίσθημα αισιοδοξίας. Αισιοδοξία που οφείλονταν στην ηρεμία που μόνο στη φύση μπορείς να βρεις, αρκεί να είσαι πρόθυμος να “συνεργαστείς” μαζί της και να βιώσεις την αρμονία της.
Ξεκινώντας τη διαδρομή, οι πρώτες 2 σχοινιές ήταν χαμηλής δυσκολίας, 4ου βαθμού UIAA. Οι σχοινιές αυτές είχαν ήδη ανοιχθεί απο τους Πλούμη-Ασλανίδη-Αργυριάδη το ’70 σε προσπάθειά τους να ανέβουν την Πλάκα της Συκιάς. Από εκεί και πέρα έμπαινα σε αχαρτογράφητα βράχια. Ασφάλισα τις άκρες των δυο σχοινιών στο ρελέ και άρχισα να τραβερσάρω προς τα δεξιά. Καθώς η μια άκρη τους ήταν δεμένη στο ρελέ, πριν κάνω οποιαδήποτε κίνηση έδινα λίγα μπόσικα στα σχοινιά απο δυο μισές ψαλιδιές επάνω στο μποντριέ μου ώστε να μην τεντώσουν και με τραβήξουν πίσω στην επόμενη κίνηση. Η τραβέρσα προς τα δεξιά δεν ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένη και είχε δυσκολία 5ου βαθμού, στο τέλος της έπρεπε να ανέβω έναν απότομο τοίχο ο οποίος έβγαζε σε ένα μικρό πατάρι. Το πρόβλημα ήταν η έξοδός για το πατάρι όπου έπρεπε να κάνω μια δυναμική κίνηση δίχως να είμαι σίγουρος για τη συνέχεια. "Αφού θέλεις να ανοίγεις καινούργιες διαδρομές μόνος καλά να πάθεις" είπα στον εαυτό μου και πήρα μια βαθιά ανάσα λίγο πριν κάνω την ντελικάτη κίνηση και βγω στο πατάρι.
Στο παταράκι ύστερα απο μισή ώρα έφτιαξα το ρελέ τοποθετώντας 2 γκολό με το καλέμι. Ασφάλισα τα σχοινιά μου και έκανα ραπέλ μέχρι το προηγούμενο ρελέ για να λύσω τους κόμπους και να μαζέψω τις ενδιάμεσες ασφάλειες. Ύστερα ανέβηκα με ζουμάρ κουβαλώντας και ένα σακκίδιο με όλα τα απαραίτητα υλικά για διανυκτέρευση, φαγητά και νερά . Κάθε σχοινιά την έκανα τρεις φορές, μια φορά το σκαρφάλωμα, δεύτερη το κατέβασμα με ραπέλ και τρίτη το ανέβασμα με ζουμάρ φορτωμένος με το σακκίδιο, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καθυστερώ αρκετά σε κάθε σχοινιά.
Η 4η σχοινιά δεν είχε ιδιαίτερες δυσκολίες εκτός από ένα απότομο σημείο 5ου βαθμού το οποίο και ανέβηκα σχετικά γρήγορα. Η επόμενη σχοινιά, ίδιας δυσκολίας με την προηγούμενη κατέληγε σε πατάρι κατάλληλο για διανυκτερεύση. Κοιτάζοντας πάνω τη λεία πλάκα διαπίστωσα οτι εδώ είναι το ιδανικό σημείο για να περάσω το βράδυ. Αν και δεν είχε νυχτώσει ακόμη αποφάσισα να μη συνεχίσω άλλο σκεπτόμενος οτι είναι καλύτερα να με πιάσει το σκοτάδι εδώ αντί στα δυσκολότερα παραπάνω μέτρα.
Αφού ασφαλίστηκα στο πατάρι έβγαλα το φαγητό κι ένα χυμό από το σακκίδιο, έστρωσα τον υπνόσακκο στο κάριματ και μισοξαπλωμένος απόλαυσα το δείπνο μου αγναντεύοντας τις κορυφές των Βαρδουσίων να χάνονται μες στο σκοτάδι. Ο ύπνος με πήρε σύντομα υπο τον ήχο των κλαρίνων που ακούγονταν απο το χωριό της Συκιάς μιας και ήταν παραμονή δεκαπενταύγουστου.
Είναι πρωί 15 Αύγουστου και βρίσκομαι μόνος σε ένα πατάρι κάπου στο κάτω μέρος της ορθοπλαγιάς της Συκιάς. Καθώς ετοιμάζομαι να ξεκινήσω το σκαρφάλωμα της απότομης πλάκας που δεσπόζει απο πάνω μου σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να με είχε εξετάσει ένας γιατρός πριν έλθω εδώ. Τώρα όμως είναι πια αργά λέω στον εαυτό μου και συγκεντρώνομαι σε αυτό που έχω μπροστά μου. Ξεκινάω αργά κατευθυνόμενος ίσα επάνω και λίγο αριστερά, δεξιότερα η θέα ενός ελαφρά αρνητικού και λείου σημείου ήταν αποτρεπτική. Συνεχίζω το σκαρφάλωμα στην κατεύθυνση που είχα πάρει από την αρχή της σχοινιάς. Όσο ανεβαίνω τόσο αυξάνεται η δυσκολία, περίπου 6ου βαθμού (UIAA), και ύστερα απο μισή σχοινιά η κούραση άρχισε να με καταβάλλει. Αισθάνομαι το ξεραμένο στόμα μου και αναρωτιέμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ήπια νερό. Προχωρώ λίγο ακόμη και … τέλος, έφθασα σε αδιέξοδο. Επάνω μου, δεξιά μου και αριστερά μου όλα είναι λεία ή τουλάχιστον έτσι τα έβλεπα, εντελώς λεία. Και τώρα τι κάνουμε, είπα στον ευατό μου; Ούτε από το χωριό δε θα έλθουν για βοήθεια, αυτοί από το πανηγύρι που έκαναν χθες θα θέλουν τρεις μέρες να συνέλθουν. Η λύση είναι στην πλάτη μου και εννοώ το μικρό σακιδιάκι, μέσα στο οποίο κουβαλούσα το κουράγιο μου όπως είχε πει ένας Γιοσεμιτάς αναρριχητής και εννοούσε τα γκολό. Με προσεκτικές κινήσεις τοποθέτησα μια πρόχειρη ασφάλεια για να μου κρατά την ισορροπία και έβγαλα το καλέμι για να τοποθετήσω ένα γκολό. Μετά από 20 λεπτά, βίδωνα την πλακέτα στο βύσμα και πέρασα ένα καραμπίνερ για να ασφαλιστώ.
Ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει η πύλη του καραμπίνερ καθώς κλείνει, ακούγεται σαν πυροβολισμός στην ήσυχη ορθοπλαγιά. Τα σχοινιά περνώντας μέσα από τον καταβατήρα, αιωρούνται 40 μέτρα κάτω από εμένα. Μια μοναχική προσπάθεια 2 ημερών για το άνοιγμα μιας νέας διαδρομής στο κάτω μέρος της πλάκας της Γκιώνας σταμάτησε εδώ, λόγω κούρασης, δυσκολίας του βράχου και έλλειψης νερού/τροφίμων.
Καθώς κατεβαίνω αργά, τα σχοινιά γλυστράνε απαλά μέσα από τον καταβατήρα. Η ηρεμία και η ησυχία που επικρατεί στην ορθοπλαγιά έρχονται σε πλήρη συμφωνία με την ηρεμία που υπάρχει μέσα μου. Μια ηρεμία που δεν είναι τυχαία, αλλά μετά από βαθειά σκέψη και παραδοχή κάποιων αληθειών. Όπως δεν υποχωρώ αλλά επιστρέφω, δεν κατακτώ κορυφές αλλά ανεβαίνω σε αυτές, πηγαίνω στα βουνά όχι γιατί αυτά είναι εκεί, αλλά γιατί εγώ θέλω να βρίσκομαι εκεί. Η φύση δεν είναι μια πρόκληση, γιατί απλά δεν είναι ξεκομμένη από εμένα, είμαι και εγώ κομμάτι της. Η φύση δεν είναι ένας αντίπαλος που πρέπει να τον νικήσεις και να τον καθηλώσεις, αλλά ένας φίλος που πρέπει να συνεργάζεσαι μαζί του.
Φαίνεται ότι αυτή η διαδρομή, από το ’86 που πήρα την απόφαση να την ανοίξω, θα με παίδευε αρκετό διάστημα ακόμη μέχρι να την ολοκληρώσω. Την πρώτη φορά ήταν ο στρατός που με καθυστέρησε σχεδόν 2 χρόνια. Τη δεύτερη φορά ήταν ένα ατύχημα με το SUZUKI GSX 750, το οποίο με καθυστέρησε και αυτό άλλα 2 χρόνια. Ήταν σαν να ήθελε η Πλάκα της Γκιώνας να δοκιμάσει την υπομονή μου αλλά και την επιμονή μου. Ήταν άνοιξη του ’91 όταν απευθύνθηκα στον Τιτόπουλο, λέγοντάς του τα εξής:
“Τίτο, έχω ξεκινήσει σόλο να ανοίγω μια διαδρομή στην Πλάκα και θα ήθελα κάποιον να μου … κρατάει τα σχοινιά, μέχρι να την ολοκληρώσω. Μήπως ενδιαφέρεσαι“;
Ο Τίτο μου απάντησε με ανάλογο ύφος:
“Φαίνεται ότι δεν μπόρεσες μόνος σου και φωνάζεις εμένα για να ολοκληρώσω τη διαδρομή”.
Παρόλο τις διαφορετικές απόψεις που είχαμε στο θέμα αυτό, συμφωνήσαμε να πάμε μαζί τον Ιούλιο στην Πλάκα της Συκιάς. Ήταν αρχές Ιουλίου όταν με τον Τίτο βρεθήκαμε στη βάση της Πλάκας με σκοπό να ολοκληρώσουμε τη διαδρομή. Αποφασίσαμε να μην πάρουμε υλικά για διανυκτέρευση με το σκεπτικό ότι η μισή διαδρομή είχε ολοκληρωθεί και αν δεν κουβαλάμε βάρος θα μπορούμε να κινούμαστε γρήγορα. Έτσι, θα φτάναμε στο διάζωμα πριν νυχτώσει. Ο καιρός άλλωστε φαινότανε καλός. Λογαριάζαμε όμως χωρίς τον ξενοδόχο και ο ξενοδόχος ήταν ο τοπικός καιρός.
Φθάνοντας στο πατάρι που είχα διανυκτερεύσει πριν δυο χρόνια, γύρισα στον Τίτο και του είπα:
"Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είχα έλθει μόνος μου εδώ πάνω"
"Γέρασες" μου είπε, προτίμησα να μην του απαντήσω και ξεκίνησα τη σχοινιά στην οποία είχα υποχωρήσει. Καθώς κατευθυνόμουν προς το γκολό που είχα βάλει, ο Τίτο μου φώναξε:
“Καλύτερα να μη συνεχίσεις σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά να φύγεις προς τα δεξιά”
“Το είχα σκεφτεί και εγώ να πάω προς τα δεξιά όταν την άνοιγα, αυτό που με απέτρεψε είναι εκείνο το ελαφρώς αρνητικό και λείο σημείο που βλέπεις πιο πάνω”
“Μπορεί εκείνο το σημείο να είναι δύσκολο, αλλά μετά δείχνει να πηγαίνει καλύτερα η διαδρομή. Από εκεί που πας φαίνεται να δυσκολεύει αρκετά πιο πάνω”, αποκρίθηκε εκείνος.
Δεν είναι και άσχημη ιδέα είπα στον ευατό μου και άρχισα να κατευθύνομαι προς τα δεξιά. Φθάνοντας στο επίμαχο σημείο διαπίστωσα ότι εκτός απο δύσκολο δεν είχε ούτε μια μικρή σχισμή για να βάλω ασφάλεια. Το μόνο που υπήρχε ήταν κάτι μικρές τρύπες που χωρούσαν ένα δάκτυλο, αλλά και cliffhangers. Τοποθέτησα δυο cliffhangers και κρεμάστηκα σε αυτά για να βάλω ένα γκολό. Εκεί που έσκαβα με το καλέμι άρχισε να βρέχει. Πολύ ωραία σκέφτηκα, τώρα έχω όλο το πακέτο, λείος και γλυμμένος βράχος από τη βροχή, ασφαλισμένος πάνω σε δύο cliff hangers. Συνέχισα να χτυπάω με το καλέμι προσπαθώντας να μη σκέφτομαι τι μου συμβαίνει. Λίγο αργότερα ασφαλισμένος από την πλακέτα σκαρφάλωσα το πέρασμα το οποίο το βαθμολογήσαμε στο VII- .
Τις επόμενες σχοινιές τις οδήγησε ο Τίτο, οι οποίες είχαν περάσματα VI+ και VII. Μάλιστα η 8η σχοινιά (6η αν αφαιρέσουμε τις 2 πρώτες κοινές σχοινιές) την σκαρφάλωσε οριακά λίγο πριν νυχτώσει. Η βροχή μας είχε καθυστερήσει αρκετά, με αποτέλεσμα να χάσουμε πολύτιμο χρόνο. Έτσι, όταν ασφαλιστήκαμε στο ρελέ της 8ης σχοινιάς το μόνο που βλέπαμε πιο πάνω ήταν μια μαυρίλα. Άραγε τελείωνε από πάνω μας η διαδρομή ή συνέχιζε με περισσότερες δυσκόλίες; Αποφασίσαμε να μην το διακινδυνεύσουμε και να περάσουμε το βράδυ στο ρελέ, χωρίς εξοπλισμό για διανυκτέρευση. Καλύτερα να κρυώσουμε εδώ παρά να συνεχίσουμε και να ρισκάρουμε κάποιο ατύχημα μέσα στη νύχτα. Μέχρι να ξημερώσει το μόνο που είχαμε να μας προφυλάγει από το κρύο ήταν τα σχοινιά.
Την επόμενη ημέρα με το πρώτο φως αφού κοιτάξαμε πρώτα προς τα επάνω, μετά κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον και κουνήσαμε τα κεφάλια μας. Πάλι καλά που δεν τα χτυπήσαμε. Απέμεινε να σκαρφαλώσουμε μια μόνο σχοινιά μέτριας δυσκολίας για να βγούμε στο διάζωμα.
Συμπέρασμα:
Ποτέ μην μετανιώνεις για μια απόφασή σου. Αν είναι καλή είναι υπέροχα, αν είναι κακή είναι εμπειρία.