του Χρήστου Μπελογιάννη
Τω καιρώ εκείνο..
Τω καιρώ εκείνο η καρδιά του ΕΟΣ Αθήνας χτύπαγε στο σουβλατζίδικο του «Σάββα» στο Μοναστηράκι.. Τα τυπικά γραφεία ήτανε λίγο πιο πάνω στην πλατεία Καπνικαρέας. Στο «Σάββα» κάθε Πέμπτη πλάθονταν τα όνειρα τα ορειβατικά. Άλλοι για τα βουνά άλλοι για τα βράχια.
Εκεί γινόντουσαν οι σχοινοσυντροφιές, εκεί επιλεγόταν η διαδρομή, μοιράζονταν οι σχοινιές, βρισκότανε το αμάξι της πρόσβασης, αγοράζονταν υλικά και ενίοτε γινόντουσαν ζευγάρια στο βουνό και στη ζωή.
Πραγματικά σ ένα τραπέζι του «Σάββα» μπορούσες να δεις το μεγαλύτερο μέρος της αναρριχητικής ελίτ της εποχής, ν' ακούσεις ιστορίες από την προηγούμενη γενιά και να ονειρευτείς κάποια στιγμή να γίνεις μέρος αυτής της περίφημης αθηναϊκής αναρριχητικής σκηνής. Νέος-πολύ νέος σε αυτό το χώρο, θαύμαζα και έβρισκα τα δικά μου τα πατήματα μακριά από τα βαριά αποτυπώματα του μέντορα μου. Σαν τη γλάστρα έπαιρνα κι εγώ λίγη από τη δροσιά που θέριευε το βασιλικό.. μια παρέα, μια διαδρομή, ένα βουνό.
Πέμπτη με Παρασκευή.. κοντή γιορτή και τέρμα το γκάζι με 90 μεσ’ το Panda μου για τη Γκιώνα. Δεν είναι και λίγο να στέκεσαι στη Βαθιά Λάκκα (που κανονικά είναι η θέση «σπανάκι») και να μη βρίσκεις μέρος να στήσεις το αντίσκηνο σου! Κοσμοσυρροή με τα βαριά ονόματα σε πρώτο πλάνο. Τσουπράς, Μπρόκος, Βρούτσης μα και πολλοί-πολλοί άλλοι. Μααα.. στα πηγαδάκια ακουγότανε με δέος ότι οι «καλοί» ήταν στην άλλη πλευρά του βουνού και την επομένη θα σκαρφάλωνααααν, τη μια, τη μοναδική, την τρομερή... Πλααααάκα της Συκιάς!!!
Κοιμήθηκα προσκέφαλο τη διαδρομή, Μποτίνη-Σπανούδη στο Λαζόρεμα, 600μ., VΙ βαθμού και ξύπνησα μετρώντας τα καρύδια, εγώ τα μεταλλικά και ο Γιάννης τα πραγματικά που θα παίρναμε μαζί για φαγητό. Ταχιά αποφάγαμε και κινήσαμε για κάτω μα σχεδόν αμέσως έμεινα στήλη άλατος. Που πάω; Ένα αίσθημα ότι ήμουν ευάλωτος στα στοιχειά της φύσης με κατέκλυσε. Που πάω; Χωρίς να το ξανασκεφτώ γύρισα και πήρα το κόκκινο φουλάρι μου κρύβοντας το κεφάλι μου απ' ότι κακό μπορούσε να με βρει σε μια ορθοπλαγια 1000 μέτρα από πάνω μου.. Τι κράνος και βλακείες κοιτάξτε την πρώτη φωτό του Βούτυρου ("Ιστορίες της Πλάκας για τις μέρες της καραντίανς: 'Παρασκευή και 13').. Νοιώθαμε ανέγγιχτοι από τέτοια ψιλοπράγματα..
Και μια και δυο στο δρόμο για τη βάση.. μας μέτρησα και μας έβγαλα τέσσερεις.. Στην παρέα είχαν προστεθεί ο Αιμίλιος και ο Πολ. Κι αυτοί στην ίδια διαδρομή, ωραία θα ήτανε, παρέα θα ‘χαμε.
Είχε μεγάλο γούστο τότε να βρεις τη διαδρομή από το σκίτσο.. μια μουτζουρωμένη καρικατούρα 2 (ναι δυο) πόντους για 800 μέτρα και μια γενική περιγραφή για κάποιο δίεδρο που ‘ναι κρυμμένο σ' αυτό το αρχιπέλαγος των βράχων. Μα τότε προσέχαμε, ρουφάγαμε κάθε περιγραφή, γραπτή ή προφορική και κάναμε αυτό το σκίτσο μεγάλο και λεπτομερές μες το μυαλό μας. Όχι ότι είχαμε και πολύ τότε..
Τα χέρια και τα πόδια πήρανε φωτιά, τα μέτρα έτρεχαν να μας προλάβουνε, μας είχε μείνει λιγότερο από ένας πόντος στο σκίτσο μας. Σειρά του Γιάννη τώρα να αφανίσει ακόμα λίγα μέτρα βράχου μες τα ατσαλένια δάχτυλα του.. όρμησε τα ίσα πάνω και.. ω του θαύματος, έβγαλε γκρινίτσα.. Κάτι δε βρίσκω τίποτα εδώ να βάλω ασφάλεια, είναι γλειμμένο, πρόσεχε με και όλα αυτά που δείχνουν ότι ο βράχος βάζει τα δυνατά του. Τίποτα όμως δε μπορούσε να σταματήσει το νέο -αχνιστό- αίμα να πάει ντιρέκτ όπως επιτάσσανε οι καιροί ασχέτως αν υπήρχε ασφάλεια. Τίποτα δε μπορούσε να σταματήσει το Γιάννη πόσω μάλλον αυτή η υπεροψία της νιότης μας που δε μας έκανε να αναρωτηθούμε που στο καλό πήγανε αυτοί το 1968.. Αυτοί πήγανε δεξιά και ναι! είδαμε και το καρφί κουρνιασμένο σε μια σχισμή. Το ντιρέκτ όμως είχε γίνει και τώρα το πάλευε ο Αιμίλιος. Χωρίς ασφάλεια.
Ένα χορταράκι αποφάσισε να γράψει ιστορία και χώθηκε στο λαιμό του Αιμίλιου, ενστικτωδώς του ήρθε η τάση για εμετό και μια στιγμή αργότερα η τάση να πετάξει.. Πέταξε! Προς τα κάτω. Και προσγειώθηκε πολύ κάτω και άσχημα. Λοξά δεξιά και πάνω από το ρελέ μου μπορούσα να δω τα αίματα να βάφουν τα βράχια ολόγυρα.
Πάρε Γιάννη πάω, δεν ξέρω αν πρόλαβα να το πω, αν άκουσε ο Γιάννης στο πάνω ρελέ αλλά όλα γίνανε γρήγορα και όπως έπρεπε. Φτάνοντας δίπλα του το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να κλείσω την πληγή στο μέτωπο του πριν στεγνώσει από αίμα και ταυτόχρονα να τον δέσω πάνω μου. Γαμώ τα υγειονομικά πρωτόκολλα μου. Με το χέρι τάπωσα την πληγή, που καιρός για γάντια-ποια γάντια.. Και αμέσως μετά η πιο ηλίθια ερώτηση σε τέτοιες περιπτώσεις: Είσαι καλά; Τι να μου πει δηλαδή; Με σφίγγει στο παπούτσι.
Σκυμμένος πάνω του προσπαθούσα να τα βάλω όλα σε σειρά όταν κάτι με γονάτισε κυριολεκτικά. Άμεσα ήρθε η ερώτηση του Γιάννη που μάλλον δεν του έμοιαζε και τόσο ηλίθια.. είσαι καλά; Ναι γιατί τι έγινε; Μια πέτρα τόση (σε μέγεθος πιάτου, βαθύ μεγάλο) έσκασε από ψηλά στο σακίδιο σου. Για λίγο δε σε πήρε στο κεφάλι.. Είπαμε, η υπεροψία της νιότης μας ότι τίποτα δε μας αγγίζει, εξάλλου είχα το φουλάρι όπως σχεδόν όλοι οι αναρριχητές της εποχής! Και είχαμε μπροστά μας τα δύσκολα, εκκένωση και διάσωση ότι πιο επικίνδυνο!
Αμέσως βγάζω το tablet μου και Googlάρω «διάσωση σε ορθοπλαγιά», το ίδιο κάνει και ο Γιάννης με το iPad του στο ρελέ, ενώ ο Πολ απ’ το κινητό του ψάχνει για Α βοήθειες σε ορθοπλαγιά. Δυστυχώς στιγμές αργότερα κρεμάει το δίκτυο και δε μπορούμε να καλέσουμε το ελικόπτερο, ενώ το Ιντερνετ έχει παγώσει.. Το 1991.
Αυτό το αίσθημα ότι είσαι μόνος στο βουνό ακόμα και τώρα δεν ξέρω αν είναι ευλογία ή προκαλεί άγχος. Είναι όμως μια πρώτη ευκαιρία να γίνεις απόλυτος κύριος της μοίρας σου να ορίσεις ότι σήμερα δεν πεθαίνω εδώ, κανείς δεν πεθαίνει. Κι αφού ο Αιμίλιος, πέραν του ότι ήτανε λουρίδες και πόναγαν μέχρι και οι τρίχες του, έδειχνε να το παλεύει, τα πράγματα ήταν πολύ-πολύ πιο εύκολα.
Ο Γιάννης σαν πιο έμπειρος θα έστηνε τα ρελέ, εγώ θα κατέβαζα στην πλάτη τον Αιμίλιο και ο Πολ θα μάζευε τα σχοινιά. Ώρα 12.30 μεσημβρινή το ατύχημα και ποιος ξέρει τι ώρα πήρα για πρώτη φορά τον Αιμίλιο στην πλάτη μου κάνοντας ραπέλ.. Εκεί είναι που αρχίζεις και καταλαβαίνεις τη θεωρία τη σχετικότητας.. ο χρόνος του ραπέλ, ο χρόνος του Αιμίλιου, του Γιάννη του σύμπαντος που βάλθηκε να γείρει τον ήλιο πριν την ώρα του εκείνο το απόγευμα..
Οχτώ ραπέλ κι ο Γιάννης όρμησε βαθιά μες το σκοτάδι σ αυτό που ελπίζαμε να είναι το τελευταίο. Ίσα που πάτησε κάτω και τον άκουσα ήδη να τρέχει για βοήθεια πριν μου φωνάξει «φτάνει..». Βάστα Αιμίλιε τα δύσκολα τελείωσαν του είπα με ογκώδη άγνοια του τι θα γίνει παρακάτω... 22.30.
Η απίστευτη «μηχανή» που ακούει στο όνομα Θεοχαρόπουλος (senior) δεν ένοιωθε τι θα πει κούραση και γρήγορα φτερούγισε ως τη Βαθιά Λάκκα όπου οι υπόλοιποι πιωμένοι ελαφρώς το είχαν ρίξει στο χορό. Μάταια τους τράβαγε και τους φώναζε «ατύχημα-ατύχημα», οι άλλοι τον βάζανε στο χορό, ώσπου κάποια στιγμή τους τα «σπασε» επαρκώς και τον άκουσαν επιτέλους.
Στις 00.30 το βράδυ ένα μπουλούκι αποφασισμένων συντρόφων, έχοντας ξεσουρώσει από το τρέξιμο, μας βρήκανε στη βάση να έχουμε κουκουλώσει τον Αιμίλιο με ότι ρούχα είχαμε και να τρέμουμε σύγκορμοι. Ήταν οι πρώτες πραγματικές Α’ βοήθειες που δόθηκαν, έγινε ένας νάρθηκας με ξύλα για το σακατεμένο πόδι, δόθηκε ένα ισχυρό παυσίπονο κι εκεί.. ο Μπρόκος ξεδίπλωσε την εμπειρία του μπροστά στα αδηφάγα μάτια όλων. Αριστοτεχνικά έφτιαξε μ’ ένα σχοινί ένα φορείο, ότι καλύτερο είχαμε εκείνη την ώρα. Μες τον υπνόσακο του ο Αιμίλιος άρχισε να αισθάνεται λίγο καλύτερα κυρίως λόγω του φάρμακου που πήρε. Πήραμε κι εμείς τα σχοινια στα χέρια και βουρ προς τα κάτω. Αλλά πριν, μίλησε πάλι η εμπειρία και στείλαμε κατ’ εντολή του αρχαιότερου έναν –μοιραίο όπως αποδείχθηκε- πίσω επάνω ση Βαθιά Λάκκα να πει τα νέα στους υπόλοιπους και να φέρει το αμάξι του Αιμίλιου στο χωριό Συκιά όπου θα καταλήγαμε καλώς εχόντων των πραγμάτων. Ένα Volkswagen, έχει σημασία..
Βουρ προς τα κάτω, χέρια δεν περίσσευαν και χέρια δεν υπήρχαν με τέτοια κούραση. Άντε ένας να περίσσευε κι αλλάζαμε κάθε τόσο. Πολλά τα πόδια, βαρύς ο άτιμος ο Αιμίλιος, σηκώναμε κουρνιαχτό πολύ. Μέσα στη μαύρη νύχτα οι φακοί της εποχής δεν τρυπούσανε τη σκόνη και πηγαίναμε κάπως διαισθητικά λοξά αριστερά, κάπως νοιώθοντας ότι ευθεία κάτω υπήρχε γκρεμός, ώσπου έβαλε τα πράγματα στη θέση τους ο πλοηγός.. Δεξιά-δεξιά φώναξε με πονεμένη φωνή ο Αιμίλιος και αυτόματα στρίψαμε όλοι για να βρεθούμε σύντομα στο χείλος του γκρεμού. Μπα παραισθήσεις θα ‘χει σκεφτήκαμε και διορθώσαμε πριν φουντάρουμε στο Λάζο..
Ξανά ο πλοηγός μας με ακόμα πιο σπαραξικάρδια φωνή, δεξιά-δεξιά, κοιταχτήκαμε απορώντας πως βλέπει ο άτιμος μες τη σκόνη στη κατάσταση που είναι αλλά του κάναμε στο χατίρι και πάλι στο τσακ τη γλυτώσαμε την ελεύθερη πτώση, σιχτίρισμα και ξανά εμείς το φορείο αριστερά, ξανά ο Αιμίλιος δεξιά-δεξιά, ώσπου κάποιος «έσπασε», παρατάει τα σχοινιά κάτω και αρχίζει να τον μπινελικιάζει. «Που βλέπεις εσύ ρε καλύτερα από εμάς, θα σκοτωθούμε με το δεξιά σου..» και άλλες τέτοιες κουβέντες της κούρασης που δε γράφονται εδώ.
Πόσο πιο απολογητικό να ήταν το ύφος του χτυπημένου.. Όχι ρε παιδιά, είπε ξεψυχισμένα, όχι να πάμε δεξιά, σηκώστε λίγο οι από δεξιά γιατί μου μπαίνει το ξύλο (του νάρθηκα) στο πόδι και πονάω.. Αυτά τα γέλια, τα νευρικά, της κούρασης τα γέλια, αντήχησαν μέσα στο Λάζο σα να ‘τανε γιορτή. Κοντή γιορτή η Κυριακή σίμωνε, μα η Συκιά αργούσε ακόμα να ρθει , βήμα το βήμα προχωράγαμε.. ώσπου να σου πάλι ο Αιμίλιος. Παιδιά κατουριέμαι! Κρατήσου σε λίγο φτάνουμε. Παιδιά θα σκάσω. Στάση και πάλι. Ωραία άντε κατούρα. Πως ρε παιδιά μπανταρισμένος μες τον υπνόσακο, πώς να σηκωθώ;.. Δηλαδή τι εννοείς ρε Αιμίλιε; Ε, κάποιος να βοηθήσει. Πως ρε Αιμίλιε; Ε, τι πως..; ξέρετε!
Έγινε ένα συμβούλιο, Όχι δεν κάνω εγώ τέτοια πράγματα είπε ένας, ως εδώ και μη παρέκει είπε άλλος, ρε παιδιά είναι το φάρμακο είπε ο πονόψυχος, ε, κάντο εσύ του είπαν όλοι, ώπα ρε παιδιά μια κουβέντα είπα, κατουριέμαι να σκούζει ο άλλος κάπου μέσα στη νύχτα.. Αδιέξοδο. Απ τη δύσκολη θέση μας έβγαλε ο εφηβικός μου φίλος, αυτός ο άγιος άνθρωπος, ο Τάκης ο Φακίνος. Άνοιξε δυο φερμουάρ και ανακούφισε τον τραυματία. ΟΧΙ. Δεν έκανε το γνωστό τελείωμα που κάνουμε οι άντρες. Το ρωτήσαμε, όχι τίποτα άλλο..
Σωθήκαμε! Η φωνή του Μπρόκου μας έβγαλε από το λήθαργο όπου τοποθετούσαμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο ίσα για να μη πέσουμε κι εμείς και το φορείο. Φακοί, φακοί πολλοί στο μονοπάτι του Καραγιάννη. Κάποιοι αργοπορημένοι –οι καλοί.. τέτοια ώρα.. σκέφτηκα εγώ λίγο χαιρέκακα- από την Πλάκα γυρίζουνε. Τρέχω να τους ειδοποιήσω να βοηθήσουνε. Σωθήκαμε! και ως δια μαγείας έβγαλε φτερά στα πόδια κι άρχισε να τρέχει. Αλλά κι εμείς αναθαρρήσαμε και ταχύναμε το βήμα, από 500 μέτρα την ώρα ανεβήκαμε κατακόρυφα στα 600.
Κι άλλοι φακοί και μια φωτιά, όνειρο είναι μη με ξυπνάτε. Φτάνουμε. Κι εκεί καταρρέουν τα πάντα. Οι φακοί έχουν ονόματα, βαριά ονόματα. Τιτόπουλος, Μήτσιος, Βουτυρόπουλος, Τσουκλείδης, Χατζής, Κουνιάκης, Μακρής και Μπακάλης, Μπακάλης με σπασμένο καρπό από μια γενναία τούμπα ψηλά στην πλάκα.
Τα σαΐνια, οι σχοινοσύντροφοι του έχουν ακούσει τα μπινελίκια του αιώνα. Ένωσαν τα σχοινιά τους και τον κατέβαζαν κάτω κουβά. Σε κάθε μικρό σταμάτημα του σχοινιού ο Μπακάλης, αφού εξαντλούσε την ελαστικότητα των σχοινιών εκτοξευόταν προς τα πάνω σαν ένα ωραίο δερμάτινο γιο-γιο και σβαρνούσε σ’ όλα της Γκιώνας τα κοτρώνια.
Σύσκεψη. Οι ντόπιοι είχαν ανεβάσει ένα ντιβάνι –δίκην φορείου για το Μπακάλη. Απόφαση. Στο ντιβάνι θα κάτσει ο Αιμίλιος ενώ δυο πήραν τον ελαφρά τραυματισμένο παραμάσχαλα για κάτω. Οι υπόλοιποι μια ομάδα πια όλοι φασκιώνουμε τον Αιμίλιο στο ντιβάνι και με αναπτερωμένο το ηθικό ξεκινάμε για κάτω.
Βατερλό! Φτάνουμε στην τραβέρσα πριν τις φουρκέτες. Οι από κάτω (δεξιοί) γλιστράνε γιατί βρίσκονται εκτός μονοπατιού και κάθε τόσο το φορείο βουτάει προς τα χώματα. Εντύπωση μου κάνει η στυλιστική επιλογή του Τιτο που φοράει ρούχα χειρουργείου (αυτό το πράσινο..), σύντομα από τις τούμπες γίνονται κουρέλια. Αλλά και ο Τσουκλείδας λανσάρει μια πιο λαιτ έκδοση της προστασίας του κεφαλιού μας, μια μπαντάνα.. fast & light. Στα καγκέλια γίνεται το έλα να δεις. Δε γίνεται με τίποτα να κρατήσουμε το φορείο, ή εμείς ή αυτό.. η εξάντληση βαράει κόκκινο.. Αν μπορούσε ο Αιμίλιος να περπατήσει θα το είχε κάνει. Θα είχε τρέξει να ξεφύγει από εμάς. Τούμπα στην τούμπα να σου και το χωριό να φέγγει. Ένα μόνο εμπόδιο μας έμενε.
Ένα ρέμα, ένα μικρό ασήμαντο ρέμα. Το καλαμπουρίζουμε. Λες να πέσει; Μόνο αυτό του λείπει. Δε θυμάμαι πολλά, μίλαγε ο τραυματίας; Το έβλεπε να’ρχεται.. Αυτές οι πέτρες γλιστράνε, πολύ. Έλα παιδιά να σοβαρευτούμε.. έλα τώρα φτάσαμε, λίγο προσοχή.. Δε θυμάμαι είχαμε αρχίσει να γελάμε πριν; ή.. αφότου το ντιβάνι μας έπεσε μες το νερό. Βράχηκε ο Αιμίλιος, όχι; Το ντιβάνι πάντως είχε γίνει ένα μάτσο σίδερα αλλά παρόλα αυτά το σίδερο έχει φιλότιμο και μας έφτασε μέχρι το χωριό.. Ώρα 06.30.
24 ώρες στο πόδι. Κάποιοι φίλοι του Αιμίλιου τον πήραν για το νοσοκομείο. Μ’ όση δύναμη μας είχε μείνει κοιτάξαμε τριγύρω να βρούμε το Volkswagen που θα μας πήγαινε πίσω. Μάταια. No Volkswagen. Τι το θελε κι αυτός ο Μακρής; Όταν οι άλλοι –της Πλάκας- σωριάζονταν σα τις μύγες κάτω αυτός, με αυτό το ζεστό χαμόγελο του, στεκότανε μπροστά μας, ξύπνιος. Το ρωτάτε; μας απάντησε πριν καν ρωτήσουμε αν θα μας πήγαινε πίσω.. και να μαστε. Σαρδέλες, χαρούμενες σαρδέλες όλοι μέσα στο Niva, μα πόσους χωράει τέλος πάντων;
Ο Γιώργος, ψυχή βαθιά, τον αποχαιρετούμε και παίρνουμε τον ανήφορο με την αυγούλα. Την ιστορία την ξέρετε από τον Βούτυρο. Τον πήρε ο ύπνος στην επιστροφή και φούνταρε στο πλάι.. Πάλι καλά το «σωστό» πλάι.
Δεν έχουμε βαδίσει πολύ κι ανταμώνουμε μια φιγούρα να κατεβαίνει λουλουδάτος, φρέσκος, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του, χαλαρός κι ανέμελος. Είναι ο τύπος που στείλαμε το βράδυ πάνω να φέρει το Volkswagen. Τι κάνεις εδώ ρε δικέ μου; Ε, να ήρθα το βράδυ μπήκα στο αμάξι αλλά.. δεν έβρισκα την όπισθεν (ως γνωστό τα γερμανικά αυτοκίνητα έχουν την όπισθεν εμπρός αριστερά), ε και τι να κάνω πήγα για ύπνο.. Κρατάει ό ένας τον άλλο να μη του ορμήσει –και δεν ξέρουμε για το Μακρή ακόμα- θέλουμε να τον φάμε, φταίει δε φταίει.. Άδικο ε;
Άστο να πάει στο καλό, από κάποιον ακούγεται και κινούμε πάλι προς τα πάνω. Α, Πολ, ευχαριστώ για την coca cola, φωνάζει ο τύπος από κάτω. Άγαλμα, ποια κόκα κόλα σφυρίζει ο Πόλ; Κάτι θα γίνει εδώ το μυρίζομαι. Ο Πολ ανάμεσα στα άλλα είχε περί πολλού μια εξάδα κόκα κόλες που είχε κουβαλήσει και έπινε μια μετά το φαγητό με τελετουργική ευχαρίστηση, εν ολίγοις μας είχε ζαλίσει με τις κόκα κόλες του. Εντάξει, το πιάσαμε , την καραγουστάρεις. Εεε, ξέρεις -συνέχισε σκάβοντας το λάκκο του ο άλλος- το βράδυ δίψαγα πολύ που ήρθα πάνω και σου ήπια δυο. Ευχαριστώ.
Αυτά που λέμε ότι δε μας είχε μείνει στάλα δύναμης, ε, είναι παραμύθια. Κοκκίνισε ο Πολ και όταν έφτασε στο βαθύ μελιτζανί –σε ντε-τε- όρμησε στον άμοιρο να τον γδάρει κατεβάζοντας του ότι καντήλια μπορείς να φανταστείς για Κυριακή πρωί. Τις κόκα κόλες μου ρε. Τον βαστήξαμε. Όχι όλοι τόσο αποτελεσματικά.
Μας έμεινε. Κοντά 30 χρόνια πίσω. Μας έφυγαν και φίλοι από τότε. Φωτογραφίες δεν έχω, αλλά να, δεν ξεχνιούνται τέτοιες στιγμές. Μια σπίθα αρκεί, την άναψε ο Βούτυρος με την ιστορία του από την άλλη μεριά.. ή εμείς ήμασταν από την άλλη μεριά;
Είχε μεγάλο γούστο τότε να βρεις τη διαδρομή από το σκίτσο.. μια μουτζουρωμένη καρικατούρα 2 (ναι δυο) πόντους για 800 μέτρα και μια γενική περιγραφή για κάποιο δίεδρο που ‘ναι κρυμμένο σ' αυτό το αρχιπέλαγος των βράχων. Μα τότε προσέχαμε, ρουφάγαμε κάθε περιγραφή, γραπτή ή προφορική και κάναμε αυτό το σκίτσο μεγάλο και λεπτομερές μες το μυαλό μας. Όχι ότι είχαμε και πολύ τότε..
Τα χέρια και τα πόδια πήρανε φωτιά, τα μέτρα έτρεχαν να μας προλάβουνε, μας είχε μείνει λιγότερο από ένας πόντος στο σκίτσο μας. Σειρά του Γιάννη τώρα να αφανίσει ακόμα λίγα μέτρα βράχου μες τα ατσαλένια δάχτυλα του.. όρμησε τα ίσα πάνω και.. ω του θαύματος, έβγαλε γκρινίτσα.. Κάτι δε βρίσκω τίποτα εδώ να βάλω ασφάλεια, είναι γλειμμένο, πρόσεχε με και όλα αυτά που δείχνουν ότι ο βράχος βάζει τα δυνατά του. Τίποτα όμως δε μπορούσε να σταματήσει το νέο -αχνιστό- αίμα να πάει ντιρέκτ όπως επιτάσσανε οι καιροί ασχέτως αν υπήρχε ασφάλεια. Τίποτα δε μπορούσε να σταματήσει το Γιάννη πόσω μάλλον αυτή η υπεροψία της νιότης μας που δε μας έκανε να αναρωτηθούμε που στο καλό πήγανε αυτοί το 1968.. Αυτοί πήγανε δεξιά και ναι! είδαμε και το καρφί κουρνιασμένο σε μια σχισμή. Το ντιρέκτ όμως είχε γίνει και τώρα το πάλευε ο Αιμίλιος. Χωρίς ασφάλεια.
Ένα χορταράκι αποφάσισε να γράψει ιστορία και χώθηκε στο λαιμό του Αιμίλιου, ενστικτωδώς του ήρθε η τάση για εμετό και μια στιγμή αργότερα η τάση να πετάξει.. Πέταξε! Προς τα κάτω. Και προσγειώθηκε πολύ κάτω και άσχημα. Λοξά δεξιά και πάνω από το ρελέ μου μπορούσα να δω τα αίματα να βάφουν τα βράχια ολόγυρα.
Πάρε Γιάννη πάω, δεν ξέρω αν πρόλαβα να το πω, αν άκουσε ο Γιάννης στο πάνω ρελέ αλλά όλα γίνανε γρήγορα και όπως έπρεπε. Φτάνοντας δίπλα του το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να κλείσω την πληγή στο μέτωπο του πριν στεγνώσει από αίμα και ταυτόχρονα να τον δέσω πάνω μου. Γαμώ τα υγειονομικά πρωτόκολλα μου. Με το χέρι τάπωσα την πληγή, που καιρός για γάντια-ποια γάντια.. Και αμέσως μετά η πιο ηλίθια ερώτηση σε τέτοιες περιπτώσεις: Είσαι καλά; Τι να μου πει δηλαδή; Με σφίγγει στο παπούτσι.
Σκυμμένος πάνω του προσπαθούσα να τα βάλω όλα σε σειρά όταν κάτι με γονάτισε κυριολεκτικά. Άμεσα ήρθε η ερώτηση του Γιάννη που μάλλον δεν του έμοιαζε και τόσο ηλίθια.. είσαι καλά; Ναι γιατί τι έγινε; Μια πέτρα τόση (σε μέγεθος πιάτου, βαθύ μεγάλο) έσκασε από ψηλά στο σακίδιο σου. Για λίγο δε σε πήρε στο κεφάλι.. Είπαμε, η υπεροψία της νιότης μας ότι τίποτα δε μας αγγίζει, εξάλλου είχα το φουλάρι όπως σχεδόν όλοι οι αναρριχητές της εποχής! Και είχαμε μπροστά μας τα δύσκολα, εκκένωση και διάσωση ότι πιο επικίνδυνο!
Αμέσως βγάζω το tablet μου και Googlάρω «διάσωση σε ορθοπλαγιά», το ίδιο κάνει και ο Γιάννης με το iPad του στο ρελέ, ενώ ο Πολ απ’ το κινητό του ψάχνει για Α βοήθειες σε ορθοπλαγιά. Δυστυχώς στιγμές αργότερα κρεμάει το δίκτυο και δε μπορούμε να καλέσουμε το ελικόπτερο, ενώ το Ιντερνετ έχει παγώσει.. Το 1991.
Αυτό το αίσθημα ότι είσαι μόνος στο βουνό ακόμα και τώρα δεν ξέρω αν είναι ευλογία ή προκαλεί άγχος. Είναι όμως μια πρώτη ευκαιρία να γίνεις απόλυτος κύριος της μοίρας σου να ορίσεις ότι σήμερα δεν πεθαίνω εδώ, κανείς δεν πεθαίνει. Κι αφού ο Αιμίλιος, πέραν του ότι ήτανε λουρίδες και πόναγαν μέχρι και οι τρίχες του, έδειχνε να το παλεύει, τα πράγματα ήταν πολύ-πολύ πιο εύκολα.
Ο Γιάννης σαν πιο έμπειρος θα έστηνε τα ρελέ, εγώ θα κατέβαζα στην πλάτη τον Αιμίλιο και ο Πολ θα μάζευε τα σχοινιά. Ώρα 12.30 μεσημβρινή το ατύχημα και ποιος ξέρει τι ώρα πήρα για πρώτη φορά τον Αιμίλιο στην πλάτη μου κάνοντας ραπέλ.. Εκεί είναι που αρχίζεις και καταλαβαίνεις τη θεωρία τη σχετικότητας.. ο χρόνος του ραπέλ, ο χρόνος του Αιμίλιου, του Γιάννη του σύμπαντος που βάλθηκε να γείρει τον ήλιο πριν την ώρα του εκείνο το απόγευμα..
Οχτώ ραπέλ κι ο Γιάννης όρμησε βαθιά μες το σκοτάδι σ αυτό που ελπίζαμε να είναι το τελευταίο. Ίσα που πάτησε κάτω και τον άκουσα ήδη να τρέχει για βοήθεια πριν μου φωνάξει «φτάνει..». Βάστα Αιμίλιε τα δύσκολα τελείωσαν του είπα με ογκώδη άγνοια του τι θα γίνει παρακάτω... 22.30.
Η απίστευτη «μηχανή» που ακούει στο όνομα Θεοχαρόπουλος (senior) δεν ένοιωθε τι θα πει κούραση και γρήγορα φτερούγισε ως τη Βαθιά Λάκκα όπου οι υπόλοιποι πιωμένοι ελαφρώς το είχαν ρίξει στο χορό. Μάταια τους τράβαγε και τους φώναζε «ατύχημα-ατύχημα», οι άλλοι τον βάζανε στο χορό, ώσπου κάποια στιγμή τους τα «σπασε» επαρκώς και τον άκουσαν επιτέλους.
Στις 00.30 το βράδυ ένα μπουλούκι αποφασισμένων συντρόφων, έχοντας ξεσουρώσει από το τρέξιμο, μας βρήκανε στη βάση να έχουμε κουκουλώσει τον Αιμίλιο με ότι ρούχα είχαμε και να τρέμουμε σύγκορμοι. Ήταν οι πρώτες πραγματικές Α’ βοήθειες που δόθηκαν, έγινε ένας νάρθηκας με ξύλα για το σακατεμένο πόδι, δόθηκε ένα ισχυρό παυσίπονο κι εκεί.. ο Μπρόκος ξεδίπλωσε την εμπειρία του μπροστά στα αδηφάγα μάτια όλων. Αριστοτεχνικά έφτιαξε μ’ ένα σχοινί ένα φορείο, ότι καλύτερο είχαμε εκείνη την ώρα. Μες τον υπνόσακο του ο Αιμίλιος άρχισε να αισθάνεται λίγο καλύτερα κυρίως λόγω του φάρμακου που πήρε. Πήραμε κι εμείς τα σχοινια στα χέρια και βουρ προς τα κάτω. Αλλά πριν, μίλησε πάλι η εμπειρία και στείλαμε κατ’ εντολή του αρχαιότερου έναν –μοιραίο όπως αποδείχθηκε- πίσω επάνω ση Βαθιά Λάκκα να πει τα νέα στους υπόλοιπους και να φέρει το αμάξι του Αιμίλιου στο χωριό Συκιά όπου θα καταλήγαμε καλώς εχόντων των πραγμάτων. Ένα Volkswagen, έχει σημασία..
Βουρ προς τα κάτω, χέρια δεν περίσσευαν και χέρια δεν υπήρχαν με τέτοια κούραση. Άντε ένας να περίσσευε κι αλλάζαμε κάθε τόσο. Πολλά τα πόδια, βαρύς ο άτιμος ο Αιμίλιος, σηκώναμε κουρνιαχτό πολύ. Μέσα στη μαύρη νύχτα οι φακοί της εποχής δεν τρυπούσανε τη σκόνη και πηγαίναμε κάπως διαισθητικά λοξά αριστερά, κάπως νοιώθοντας ότι ευθεία κάτω υπήρχε γκρεμός, ώσπου έβαλε τα πράγματα στη θέση τους ο πλοηγός.. Δεξιά-δεξιά φώναξε με πονεμένη φωνή ο Αιμίλιος και αυτόματα στρίψαμε όλοι για να βρεθούμε σύντομα στο χείλος του γκρεμού. Μπα παραισθήσεις θα ‘χει σκεφτήκαμε και διορθώσαμε πριν φουντάρουμε στο Λάζο..
Ξανά ο πλοηγός μας με ακόμα πιο σπαραξικάρδια φωνή, δεξιά-δεξιά, κοιταχτήκαμε απορώντας πως βλέπει ο άτιμος μες τη σκόνη στη κατάσταση που είναι αλλά του κάναμε στο χατίρι και πάλι στο τσακ τη γλυτώσαμε την ελεύθερη πτώση, σιχτίρισμα και ξανά εμείς το φορείο αριστερά, ξανά ο Αιμίλιος δεξιά-δεξιά, ώσπου κάποιος «έσπασε», παρατάει τα σχοινιά κάτω και αρχίζει να τον μπινελικιάζει. «Που βλέπεις εσύ ρε καλύτερα από εμάς, θα σκοτωθούμε με το δεξιά σου..» και άλλες τέτοιες κουβέντες της κούρασης που δε γράφονται εδώ.
Πόσο πιο απολογητικό να ήταν το ύφος του χτυπημένου.. Όχι ρε παιδιά, είπε ξεψυχισμένα, όχι να πάμε δεξιά, σηκώστε λίγο οι από δεξιά γιατί μου μπαίνει το ξύλο (του νάρθηκα) στο πόδι και πονάω.. Αυτά τα γέλια, τα νευρικά, της κούρασης τα γέλια, αντήχησαν μέσα στο Λάζο σα να ‘τανε γιορτή. Κοντή γιορτή η Κυριακή σίμωνε, μα η Συκιά αργούσε ακόμα να ρθει , βήμα το βήμα προχωράγαμε.. ώσπου να σου πάλι ο Αιμίλιος. Παιδιά κατουριέμαι! Κρατήσου σε λίγο φτάνουμε. Παιδιά θα σκάσω. Στάση και πάλι. Ωραία άντε κατούρα. Πως ρε παιδιά μπανταρισμένος μες τον υπνόσακο, πώς να σηκωθώ;.. Δηλαδή τι εννοείς ρε Αιμίλιε; Ε, κάποιος να βοηθήσει. Πως ρε Αιμίλιε; Ε, τι πως..; ξέρετε!
Έγινε ένα συμβούλιο, Όχι δεν κάνω εγώ τέτοια πράγματα είπε ένας, ως εδώ και μη παρέκει είπε άλλος, ρε παιδιά είναι το φάρμακο είπε ο πονόψυχος, ε, κάντο εσύ του είπαν όλοι, ώπα ρε παιδιά μια κουβέντα είπα, κατουριέμαι να σκούζει ο άλλος κάπου μέσα στη νύχτα.. Αδιέξοδο. Απ τη δύσκολη θέση μας έβγαλε ο εφηβικός μου φίλος, αυτός ο άγιος άνθρωπος, ο Τάκης ο Φακίνος. Άνοιξε δυο φερμουάρ και ανακούφισε τον τραυματία. ΟΧΙ. Δεν έκανε το γνωστό τελείωμα που κάνουμε οι άντρες. Το ρωτήσαμε, όχι τίποτα άλλο..
Σωθήκαμε! Η φωνή του Μπρόκου μας έβγαλε από το λήθαργο όπου τοποθετούσαμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο ίσα για να μη πέσουμε κι εμείς και το φορείο. Φακοί, φακοί πολλοί στο μονοπάτι του Καραγιάννη. Κάποιοι αργοπορημένοι –οι καλοί.. τέτοια ώρα.. σκέφτηκα εγώ λίγο χαιρέκακα- από την Πλάκα γυρίζουνε. Τρέχω να τους ειδοποιήσω να βοηθήσουνε. Σωθήκαμε! και ως δια μαγείας έβγαλε φτερά στα πόδια κι άρχισε να τρέχει. Αλλά κι εμείς αναθαρρήσαμε και ταχύναμε το βήμα, από 500 μέτρα την ώρα ανεβήκαμε κατακόρυφα στα 600.
Κι άλλοι φακοί και μια φωτιά, όνειρο είναι μη με ξυπνάτε. Φτάνουμε. Κι εκεί καταρρέουν τα πάντα. Οι φακοί έχουν ονόματα, βαριά ονόματα. Τιτόπουλος, Μήτσιος, Βουτυρόπουλος, Τσουκλείδης, Χατζής, Κουνιάκης, Μακρής και Μπακάλης, Μπακάλης με σπασμένο καρπό από μια γενναία τούμπα ψηλά στην πλάκα.
Τα σαΐνια, οι σχοινοσύντροφοι του έχουν ακούσει τα μπινελίκια του αιώνα. Ένωσαν τα σχοινιά τους και τον κατέβαζαν κάτω κουβά. Σε κάθε μικρό σταμάτημα του σχοινιού ο Μπακάλης, αφού εξαντλούσε την ελαστικότητα των σχοινιών εκτοξευόταν προς τα πάνω σαν ένα ωραίο δερμάτινο γιο-γιο και σβαρνούσε σ’ όλα της Γκιώνας τα κοτρώνια.
Σύσκεψη. Οι ντόπιοι είχαν ανεβάσει ένα ντιβάνι –δίκην φορείου για το Μπακάλη. Απόφαση. Στο ντιβάνι θα κάτσει ο Αιμίλιος ενώ δυο πήραν τον ελαφρά τραυματισμένο παραμάσχαλα για κάτω. Οι υπόλοιποι μια ομάδα πια όλοι φασκιώνουμε τον Αιμίλιο στο ντιβάνι και με αναπτερωμένο το ηθικό ξεκινάμε για κάτω.
Βατερλό! Φτάνουμε στην τραβέρσα πριν τις φουρκέτες. Οι από κάτω (δεξιοί) γλιστράνε γιατί βρίσκονται εκτός μονοπατιού και κάθε τόσο το φορείο βουτάει προς τα χώματα. Εντύπωση μου κάνει η στυλιστική επιλογή του Τιτο που φοράει ρούχα χειρουργείου (αυτό το πράσινο..), σύντομα από τις τούμπες γίνονται κουρέλια. Αλλά και ο Τσουκλείδας λανσάρει μια πιο λαιτ έκδοση της προστασίας του κεφαλιού μας, μια μπαντάνα.. fast & light. Στα καγκέλια γίνεται το έλα να δεις. Δε γίνεται με τίποτα να κρατήσουμε το φορείο, ή εμείς ή αυτό.. η εξάντληση βαράει κόκκινο.. Αν μπορούσε ο Αιμίλιος να περπατήσει θα το είχε κάνει. Θα είχε τρέξει να ξεφύγει από εμάς. Τούμπα στην τούμπα να σου και το χωριό να φέγγει. Ένα μόνο εμπόδιο μας έμενε.
Ένα ρέμα, ένα μικρό ασήμαντο ρέμα. Το καλαμπουρίζουμε. Λες να πέσει; Μόνο αυτό του λείπει. Δε θυμάμαι πολλά, μίλαγε ο τραυματίας; Το έβλεπε να’ρχεται.. Αυτές οι πέτρες γλιστράνε, πολύ. Έλα παιδιά να σοβαρευτούμε.. έλα τώρα φτάσαμε, λίγο προσοχή.. Δε θυμάμαι είχαμε αρχίσει να γελάμε πριν; ή.. αφότου το ντιβάνι μας έπεσε μες το νερό. Βράχηκε ο Αιμίλιος, όχι; Το ντιβάνι πάντως είχε γίνει ένα μάτσο σίδερα αλλά παρόλα αυτά το σίδερο έχει φιλότιμο και μας έφτασε μέχρι το χωριό.. Ώρα 06.30.
24 ώρες στο πόδι. Κάποιοι φίλοι του Αιμίλιου τον πήραν για το νοσοκομείο. Μ’ όση δύναμη μας είχε μείνει κοιτάξαμε τριγύρω να βρούμε το Volkswagen που θα μας πήγαινε πίσω. Μάταια. No Volkswagen. Τι το θελε κι αυτός ο Μακρής; Όταν οι άλλοι –της Πλάκας- σωριάζονταν σα τις μύγες κάτω αυτός, με αυτό το ζεστό χαμόγελο του, στεκότανε μπροστά μας, ξύπνιος. Το ρωτάτε; μας απάντησε πριν καν ρωτήσουμε αν θα μας πήγαινε πίσω.. και να μαστε. Σαρδέλες, χαρούμενες σαρδέλες όλοι μέσα στο Niva, μα πόσους χωράει τέλος πάντων;
Ο Γιώργος, ψυχή βαθιά, τον αποχαιρετούμε και παίρνουμε τον ανήφορο με την αυγούλα. Την ιστορία την ξέρετε από τον Βούτυρο. Τον πήρε ο ύπνος στην επιστροφή και φούνταρε στο πλάι.. Πάλι καλά το «σωστό» πλάι.
Δεν έχουμε βαδίσει πολύ κι ανταμώνουμε μια φιγούρα να κατεβαίνει λουλουδάτος, φρέσκος, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του, χαλαρός κι ανέμελος. Είναι ο τύπος που στείλαμε το βράδυ πάνω να φέρει το Volkswagen. Τι κάνεις εδώ ρε δικέ μου; Ε, να ήρθα το βράδυ μπήκα στο αμάξι αλλά.. δεν έβρισκα την όπισθεν (ως γνωστό τα γερμανικά αυτοκίνητα έχουν την όπισθεν εμπρός αριστερά), ε και τι να κάνω πήγα για ύπνο.. Κρατάει ό ένας τον άλλο να μη του ορμήσει –και δεν ξέρουμε για το Μακρή ακόμα- θέλουμε να τον φάμε, φταίει δε φταίει.. Άδικο ε;
Άστο να πάει στο καλό, από κάποιον ακούγεται και κινούμε πάλι προς τα πάνω. Α, Πολ, ευχαριστώ για την coca cola, φωνάζει ο τύπος από κάτω. Άγαλμα, ποια κόκα κόλα σφυρίζει ο Πόλ; Κάτι θα γίνει εδώ το μυρίζομαι. Ο Πολ ανάμεσα στα άλλα είχε περί πολλού μια εξάδα κόκα κόλες που είχε κουβαλήσει και έπινε μια μετά το φαγητό με τελετουργική ευχαρίστηση, εν ολίγοις μας είχε ζαλίσει με τις κόκα κόλες του. Εντάξει, το πιάσαμε , την καραγουστάρεις. Εεε, ξέρεις -συνέχισε σκάβοντας το λάκκο του ο άλλος- το βράδυ δίψαγα πολύ που ήρθα πάνω και σου ήπια δυο. Ευχαριστώ.
Αυτά που λέμε ότι δε μας είχε μείνει στάλα δύναμης, ε, είναι παραμύθια. Κοκκίνισε ο Πολ και όταν έφτασε στο βαθύ μελιτζανί –σε ντε-τε- όρμησε στον άμοιρο να τον γδάρει κατεβάζοντας του ότι καντήλια μπορείς να φανταστείς για Κυριακή πρωί. Τις κόκα κόλες μου ρε. Τον βαστήξαμε. Όχι όλοι τόσο αποτελεσματικά.
Μας έμεινε. Κοντά 30 χρόνια πίσω. Μας έφυγαν και φίλοι από τότε. Φωτογραφίες δεν έχω, αλλά να, δεν ξεχνιούνται τέτοιες στιγμές. Μια σπίθα αρκεί, την άναψε ο Βούτυρος με την ιστορία του από την άλλη μεριά.. ή εμείς ήμασταν από την άλλη μεριά;