του Χριστόφορου Κουνιάκη
Ήταν 3 Ιανουαρίου 1984, όταν μαζί με τον Ακη Λελεδάκη βρεθήκαμε στη Συκιά με σκοπό να επαναλάβουμε χειμώνα τη διαδρομή του Μιχαηλίδη στην Πλάκα της Γκιώνας, μέχρι το διάζωμα. Γνωρίζαμε ότι η διαδρομή δεν είχε επαναληφθεί το χειμώνα και έτσι θα ήταν η 1η χειμερινή επανάληψη (τουλάχιστον μέχρι το διάζωμα). Είχαμε έλθει με μια μηχανή enduro του Λελεδάκη. Έκανε τόσο κρύο επάνω στη μηχανή, που σε κάποιο σημείο σταματήσαμε και φορέσαμε ότι ρούχα είχαμε για το βουνό, μέχρι και τις γκέτες και τις ορειβατικές αρβύλες. Τα γόνατά μας ήταν τόσο παγωμένα, που με δυσκολία λύγιζαν και χρειάζονταν να περάσει κάποια ώρα για να μπορέσουμε να περπατήσουμε κανονικά.
Όταν είχαμε αναφέρει στον Μιχάλη Τσουκιά, ότι θα επιχειρήσουμε την ανάβαση της Πλάκας χειμώνα, αυτός μας είπε ότι είναι πολύ πιθανόν να κάνουμε μπιβουάκ, και γι΄ αυτό καλό είναι να έχουμε μαζί μας εξοπλισμό για αναγκαστική διανυκτέρευση. Εγώ το μόνο που είχα τότε ήταν ένας πουπουλένιος υπνόσακκος, λίγο βαρύς γιατί ήταν στρατιωτικός!!! Όταν μάλιστα του είπα ότι πρόκειται να κουβαλήσω και ένα πλαστικό κάλυμμα για να τον τυλίξω το βράδυ στο μπιβουάκ, αυτός με κοίταξε με έκπληξη και μου είπε να περιμένω μια στιγμή. Τον είδα να ψάχνει τα υλικά του, ξεχώρισε κάτι και μου το έδωσε. Τι είναι αυτό, τον ρώτησα. Αυτό λέγεται bivy sack μου απάντησε και άρχισε να μου εξηγεί ότι αυτό κάνει καλύτερη μόνωση στον υπνόσακκο, από ότι τα πλαστικά καλύμματα που χρησιμοποιούν στις … λαϊκές αγορές. Εγώ κοίταξα με απορία αλλά και με θαυμασμό το bivy sack, καθώς δεν γνώριζα ότι υπήρχε τέτοιος σύγχρονος εξοπλισμός.
Ξεκινώντας την αναρρίχηση, αυτό που μας ανησυχούσε ήταν αν υπήρχαν νερά στη διαδρομή, τα οποία θα μας δυσκόλευαν σε κάποια σημεία όπως στη 2η σχοινιά που έχει μια τραβέρσα, ή στην έξοδο της 5ης σχοινιάς, καθώς έχει ένα σημείο με τριβές και χωρίς μόνιμες ασφάλειες, δηλαδή καρφιά (τότε δεν είχαμε καρυδάκια και σκαρφαλώναμε με αρβύλες). Η Πλάκα ήταν σε καλή κατάσταση παρόλο που ήταν χειμώνας και επειδή γνωρίζαμε τη διαδρομή καθώς την είχαμε επαναλάβει το καλοκαίρι το ’82, δεν καθυστερούσαμε πάρα πολύ. Λίγο πριν νυχτώσει, είχαμε φτάσει σε ένα πατάρι επάνω από την 5η σχοινιά, στο οποίο κάναμε και το μπιβουάκ.
Καθώς ο Λελεδάκης τακτοποιούσε τα υλικά στο πατάρι, χτύπησε κατά λάθος το κράνος μου και αυτό έφυγε στο κενό. Γυρνώντας προς τα εμένα με ένα απολογητικό ύφος μου ζήτησε ένα μεγάλο συγγνώμη. Είχε τέτοιο ύφος, που αν του έλεγα να κατέβει στη βάση της διαδρομής να ψάξει να το βρεί και να μου το φέρει, ανεξαρτήτως σε τι κατάσταση θα ήταν, πιστεύω θα το έκανε.
Συνεχίζοντας την άλλη ημέρα, ο Λελεδάκης μου ζήτησε να πάει μπροστά την 6η σχοινιά. Συμφώνησα, ενημερώνοντάς τον ότι αυτή η σχοινιά σε ένα σημείο χαμηλά έχει κάποιες δυσκολίες. Λίγα λεπτά μετά, καθώς τον ασφάλιζα αισθάνθηκα ένα απότομο τράβηγμα στα σχοινιά. Κοίταξα προς τα επάνω και είδα τον Λελεδάκη να κρέμεται από μια ασφάλεια!! Είχε πέσει στο δύσκολο σημείο της σχοινιάς, που τον είχα ενημερώσει πριν. Και ενώ κρέμονταν ακόμη από τα σχοινιά, γύρισε και μου είπε με ένα ατάραχο ύφος: “Χριστόφορε μήπως μπορείς να πας εσύ μπροστά;”. Αυτό που διέκρινε πάντα τον Λελεδάκη ήταν η ηρεμία του. Ήμουν σίγουρος ότι το ίδιο ατάραχα θα μιλούσε ακόμη και αν έπεφτε 100 μέτρα. Του απάντησα “Μην ανησυχείς. Περίμενε όμως πρώτα να σε κατεβάσω στο πατάρι και θα οδηγήσω εγώ τη σχοινιά“
Ξεκινώντας τη σχοινιά, καθώς την καθάριζα από κάποιες σαθρές πέτρες, ξαφνικά άκουσα μια φωνή να έρχεται από χαμηλά και να λέει με εξοργισμένο ύφος : “Προσέχετε ρε. Μην πετάτε πέτρες“. Στην αρχή νόμιζα ότι κάτι έπαθα και άρχισα ακούω φωνές από το πουθενά. Όταν όμως ρώτησα τον Λελεδάκη, για να μου επιβεβαιώσει ότι άκουσε και αυτός την ίδια φωνή, τότε άρχισα να αναρωτιέμαι ποιος να είναι αυτός που σκαρφαλώνει χειμωνιάτικα την πλάκα της Γκιώνας, εκτός από εμάς φυσικά.
- “Ποιος είσαι;”, του φώναξα.
- “O Νίκος ο Μπρόκος”, μου απάντησε.
- “Με ποιόν είσαι;”, τον ρώτησα.
- “Με κανέναν, μόνος μου είμαι. Σκαρφαλώνω σόλο”, μου αποκρίθηκε.
Σκέφτηκα να του πω ότι είναι πιο βαρεμένος και από εμάς, αλλά τελικά κρατήθηκα. Τον ρώτησα αν είναι καλά, του ζήτησα συγγνώμη για τις πέτρες αλλά δικαιολογήθηκα λέγοντάς του, ότι δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σκαρφαλώνει κάποιος κάτω από εμάς την Πλάκα και μάλιστα χειμωνιάτικα. Άλλωστε, δεν είχαμε συνεννοηθεί για κάτι τέτοιο τις προηγούμενες ημέρες. Του ευχήθηκα καλή συνέχεια και συνέχισα το σκαρφάλωμα.
Οι επόμενες σχοινιές ήταν εύκολες, και προχωρούσαμε σχετικά γρήγορα. Κάθε τόσο φωνάζαμε τον Νίκο να δούμε που βρίσκονταν. Κάποια στιγμή τον ακούσαμε να λέει ότι θα υποχωρήσει γιατί δεν έχει εξοπλισμό για διανυκτέρευση. Πίστευε ότι θα προλάβαινε να βγάλει τη διαδρομή πριν νυχτώσει, αλλά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε. Του είπαμε τότε καλή επιστροφή, να προσέχει και θα τα πούμε κάποια στιγμή κάτω.
Ο Νίκος ανέβηκε σόλο περίπου μέχρι εκεί που είχαμε κάνει εμείς το μπιβουάκ. Όταν μια άλλη μέρα, τον ρώτησα αν είχε κινδυνέψει στη διαδρομή καθώς ήταν μόνος του, μου απάντησε ότι περισσότερο κινδύνεψε στη διαδρομή από την Αθήνα μέχρι τη Συκιά. Είχε ταξιδέψει επάνω σε ένα τρίκυκλο με έναν γνωστό του, όπου σε κάποια σημείο του δρόμου κόντεψαν να σκοτωθούν καθώς βγήκανε από το δρόμο και σχεδόν τουμπάρανε.
Συμπέρασμα: Τα τρίκυκλα είναι πιο επικίνδυνα από τη χειμερινή αναρρίχηση
Όταν είχαμε αναφέρει στον Μιχάλη Τσουκιά, ότι θα επιχειρήσουμε την ανάβαση της Πλάκας χειμώνα, αυτός μας είπε ότι είναι πολύ πιθανόν να κάνουμε μπιβουάκ, και γι΄ αυτό καλό είναι να έχουμε μαζί μας εξοπλισμό για αναγκαστική διανυκτέρευση. Εγώ το μόνο που είχα τότε ήταν ένας πουπουλένιος υπνόσακκος, λίγο βαρύς γιατί ήταν στρατιωτικός!!! Όταν μάλιστα του είπα ότι πρόκειται να κουβαλήσω και ένα πλαστικό κάλυμμα για να τον τυλίξω το βράδυ στο μπιβουάκ, αυτός με κοίταξε με έκπληξη και μου είπε να περιμένω μια στιγμή. Τον είδα να ψάχνει τα υλικά του, ξεχώρισε κάτι και μου το έδωσε. Τι είναι αυτό, τον ρώτησα. Αυτό λέγεται bivy sack μου απάντησε και άρχισε να μου εξηγεί ότι αυτό κάνει καλύτερη μόνωση στον υπνόσακκο, από ότι τα πλαστικά καλύμματα που χρησιμοποιούν στις … λαϊκές αγορές. Εγώ κοίταξα με απορία αλλά και με θαυμασμό το bivy sack, καθώς δεν γνώριζα ότι υπήρχε τέτοιος σύγχρονος εξοπλισμός.
Ξεκινώντας την αναρρίχηση, αυτό που μας ανησυχούσε ήταν αν υπήρχαν νερά στη διαδρομή, τα οποία θα μας δυσκόλευαν σε κάποια σημεία όπως στη 2η σχοινιά που έχει μια τραβέρσα, ή στην έξοδο της 5ης σχοινιάς, καθώς έχει ένα σημείο με τριβές και χωρίς μόνιμες ασφάλειες, δηλαδή καρφιά (τότε δεν είχαμε καρυδάκια και σκαρφαλώναμε με αρβύλες). Η Πλάκα ήταν σε καλή κατάσταση παρόλο που ήταν χειμώνας και επειδή γνωρίζαμε τη διαδρομή καθώς την είχαμε επαναλάβει το καλοκαίρι το ’82, δεν καθυστερούσαμε πάρα πολύ. Λίγο πριν νυχτώσει, είχαμε φτάσει σε ένα πατάρι επάνω από την 5η σχοινιά, στο οποίο κάναμε και το μπιβουάκ.
Καθώς ο Λελεδάκης τακτοποιούσε τα υλικά στο πατάρι, χτύπησε κατά λάθος το κράνος μου και αυτό έφυγε στο κενό. Γυρνώντας προς τα εμένα με ένα απολογητικό ύφος μου ζήτησε ένα μεγάλο συγγνώμη. Είχε τέτοιο ύφος, που αν του έλεγα να κατέβει στη βάση της διαδρομής να ψάξει να το βρεί και να μου το φέρει, ανεξαρτήτως σε τι κατάσταση θα ήταν, πιστεύω θα το έκανε.
Συνεχίζοντας την άλλη ημέρα, ο Λελεδάκης μου ζήτησε να πάει μπροστά την 6η σχοινιά. Συμφώνησα, ενημερώνοντάς τον ότι αυτή η σχοινιά σε ένα σημείο χαμηλά έχει κάποιες δυσκολίες. Λίγα λεπτά μετά, καθώς τον ασφάλιζα αισθάνθηκα ένα απότομο τράβηγμα στα σχοινιά. Κοίταξα προς τα επάνω και είδα τον Λελεδάκη να κρέμεται από μια ασφάλεια!! Είχε πέσει στο δύσκολο σημείο της σχοινιάς, που τον είχα ενημερώσει πριν. Και ενώ κρέμονταν ακόμη από τα σχοινιά, γύρισε και μου είπε με ένα ατάραχο ύφος: “Χριστόφορε μήπως μπορείς να πας εσύ μπροστά;”. Αυτό που διέκρινε πάντα τον Λελεδάκη ήταν η ηρεμία του. Ήμουν σίγουρος ότι το ίδιο ατάραχα θα μιλούσε ακόμη και αν έπεφτε 100 μέτρα. Του απάντησα “Μην ανησυχείς. Περίμενε όμως πρώτα να σε κατεβάσω στο πατάρι και θα οδηγήσω εγώ τη σχοινιά“
Ξεκινώντας τη σχοινιά, καθώς την καθάριζα από κάποιες σαθρές πέτρες, ξαφνικά άκουσα μια φωνή να έρχεται από χαμηλά και να λέει με εξοργισμένο ύφος : “Προσέχετε ρε. Μην πετάτε πέτρες“. Στην αρχή νόμιζα ότι κάτι έπαθα και άρχισα ακούω φωνές από το πουθενά. Όταν όμως ρώτησα τον Λελεδάκη, για να μου επιβεβαιώσει ότι άκουσε και αυτός την ίδια φωνή, τότε άρχισα να αναρωτιέμαι ποιος να είναι αυτός που σκαρφαλώνει χειμωνιάτικα την πλάκα της Γκιώνας, εκτός από εμάς φυσικά.
- “Ποιος είσαι;”, του φώναξα.
- “O Νίκος ο Μπρόκος”, μου απάντησε.
- “Με ποιόν είσαι;”, τον ρώτησα.
- “Με κανέναν, μόνος μου είμαι. Σκαρφαλώνω σόλο”, μου αποκρίθηκε.
Σκέφτηκα να του πω ότι είναι πιο βαρεμένος και από εμάς, αλλά τελικά κρατήθηκα. Τον ρώτησα αν είναι καλά, του ζήτησα συγγνώμη για τις πέτρες αλλά δικαιολογήθηκα λέγοντάς του, ότι δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σκαρφαλώνει κάποιος κάτω από εμάς την Πλάκα και μάλιστα χειμωνιάτικα. Άλλωστε, δεν είχαμε συνεννοηθεί για κάτι τέτοιο τις προηγούμενες ημέρες. Του ευχήθηκα καλή συνέχεια και συνέχισα το σκαρφάλωμα.
Οι επόμενες σχοινιές ήταν εύκολες, και προχωρούσαμε σχετικά γρήγορα. Κάθε τόσο φωνάζαμε τον Νίκο να δούμε που βρίσκονταν. Κάποια στιγμή τον ακούσαμε να λέει ότι θα υποχωρήσει γιατί δεν έχει εξοπλισμό για διανυκτέρευση. Πίστευε ότι θα προλάβαινε να βγάλει τη διαδρομή πριν νυχτώσει, αλλά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε. Του είπαμε τότε καλή επιστροφή, να προσέχει και θα τα πούμε κάποια στιγμή κάτω.
Ο Νίκος ανέβηκε σόλο περίπου μέχρι εκεί που είχαμε κάνει εμείς το μπιβουάκ. Όταν μια άλλη μέρα, τον ρώτησα αν είχε κινδυνέψει στη διαδρομή καθώς ήταν μόνος του, μου απάντησε ότι περισσότερο κινδύνεψε στη διαδρομή από την Αθήνα μέχρι τη Συκιά. Είχε ταξιδέψει επάνω σε ένα τρίκυκλο με έναν γνωστό του, όπου σε κάποια σημείο του δρόμου κόντεψαν να σκοτωθούν καθώς βγήκανε από το δρόμο και σχεδόν τουμπάρανε.
Συμπέρασμα: Τα τρίκυκλα είναι πιο επικίνδυνα από τη χειμερινή αναρρίχηση