του Γιώργου Βουτυρόπουλου
Η πηγή του φόβου βρίσκεται στο μέλλον, όποιος απελευθερώνεται από το μέλλον δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.
«Η Βραδύτητα, Milan Kundera»
Τέλη Οκτώβρη 2014, με την Λένια και τα παιδιά τριγυρίζουμε στον αρχαιολογικό χώρο της Βραυρώνας. Πάνω στην αρχαία γέφυρα είναι ακόμη εμφανή τα ίχνη των προγόνων που τη διέσχιζαν για αιώνες. Αγγίζουμε να νοιώσουμε τα αυλάκια που ’χουν αφήσει οι ρόδες από τα αρχαία κάρα, πάνω στον μαλακό ασβεστόλιθο. Ο ποταμός Ερασίνος ακόμη ρέει από κάτω. Αργότερα θα ανηφορίσουμε σιγά-σιγά τον γειτονικό λόφο. Η θέα του Ευβοϊκού ξεκουράζει τα μάτια, η ευωδιαστή ατμόσφαιρα οξύνει την όσφρηση. Αλμύρα και θυμάρι ποτίζουν τα ρούχα μας. Τα σύννεφα από πάνω έτοιμα να στάξουν το μολυβένιο χρώμα τους. Ο Κωνσταντίνος οδηγεί, παρακάμπτοντας τους αιχμηρούς θάμνους, ψάχνει να βρει ένα πέρασμα στα βράχια. Το παιχνίδι της πλοήγησης αντίδοτο καλό στο δισταγμό. Ανακαλύπτει κόσμους, μαζί του παραδόξως και εγώ, καθώς νωχελικά σέρνομαι πίσω του. Το τέμπο ίσα να συναγωνίζεται της μικρής Σεμέλης. Αναρρώνω, μεγαλώνω, …βραδύνω.
Η ταχύτητα έχει αρχίσει να με απασχολεί μετά τον πρόσφατο τραυματισμό μου. Παρηγορούμαι, «η βραδύτητα είναι ο ρυθμός της απόλαυσης και της μνήμης, η ταχύτητα ο ρυθμός της μη ικανοποίησης και της λήθης». Είναι αξιοθαύμαστο πώς ο ηλικιωμένος Τσέχος συγγραφέας καταφέρνει να εμπλέκει τη πλοκή με το δοκίμιο. Το πονεμένο σώμα έχει πάψει πια να υπακούει το ρυθμό της ανηφόρας, όμως οι αισθήσεις λειτουργούν στο έπακρο. Προσέχω κάθε μου μικρή κίνηση, ελέγχω κάθε μου μικρό βήμα. Πασχίζοντας να κρατήσω τον πόνο μακριά, νοιώθω κάθε εκατοστό της γης που πατώ… Αφουγκράζομαι. Το κορμί μου έχει ακόμα να μου πει. Η σπαραχτική μελωδία του «Rip» πάλλει τα τύμπανα ..και η εξαίσια μελαγχολία της Beth Gibbons ανασέρνει μνήμες από συγκεκριμένες αράδες. Αυτή τη φορά από το “The art of approach”.
Η τέχνη της πρόσβασης… κάθε μικρό editorial της Katie Ives στο Alpinist αποτελεί και ένα στοχαστικό δοκίμιο πάνω στη φύση της Ορειβασίας. Πότε οξύ, πότε συναρπαστικό, άλλοτε νοσταλγικό, κάθε sharp end προβάλλει με γλαφυρότητα τη ξεχωριστή και ευαίσθητη οπτική της για τον κόσμο των βουνών και των ανθρώπων. Έναν κόσμο που φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος διαβάζοντας και σκαρφαλώνοντας. Πραγματική απόλαυση τα καλογραμμένα κείμενα της, τροφή και παρηγοριά …γι’ αυτούς τουλάχιστον που εξακολουθούν να βλέπουν την Ορειβασία σαν τέχνη.
Η φαντασία διαμορφώνει και συγχρόνως διαμορφώνεται από το «χώρο που διασχίζει πάνω σε δυο πόδια», παραθέτει και απογειώνει τον συναρπαστικό της ύμνο στο περπάτημα με τον αγαπημένο μου περιπλανητή, Eric Shipton. Ανακαλώ τις λέξεις της: «…Κάθε λίγα μέτρα και κάτι καινούργιο θα τους παρουσιαζόταν στον ορίζοντα, εκεί μια νέα κοιλάδα να ψάξουν για το που καταλήγει, παραπέρα κάποια εντυπωσιακή χιονοσκέπαστη κορυφή πίσω από ένα βράχινο τοίχο και πάλι εδώ πιο πάνω ένα κοπάδι αγριοκάτσικα αμέριμνο να βόσκει στο γρασίδι. Σε κάθε του βήμα του ο Shipton νοιώθει να αναβλύζουν οι παιδικές αναμνήσεις: το παλιό όνειρο της εξερεύνησης άγνωστων τόπων, η αίσθηση της περιπλάνησης μέσα από ξεθωριασμένες σελίδες βιβλίων και της ταύτισης σιγά-σιγά με κάθε θαύμα που αντικρίζει.» Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 με την ομάδα του αναζητούσαν έναν τρόπο προσέγγισης του ψηλότερου βουνού της Ινδίας του Nanda Devi, χαμένοι για μέρες στον πολυδαίδαλο λαβύρινθο από χορταριασμένες πλαγιές, κάθετους βράχους και ορμητικά ρυάκια του Rishi Gorge.
Το όραμα του Shipton για την Ορειβασία ήταν ξεχωριστό. Σ’ αυτό, ο χρόνος και ο χώρος αποκτούσαν μια περίπλοκή, διογκούμενη κβαντική ποιότητα. Επικριτής του φρενήρη ρυθμού της μοντέρνας καθημερινότητας και της αχαλίνωτης λαχτάρας πλήρωσης των αισθήσεων, ήλπιζε επιβραδύνοντας να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του σε σχέση με την πραγματικότητα της Φύσης, «…να προσεγγίσει τον αλπινισμό σαν μια αγωγή του πνεύματος όπου αυτό που θα ενδιέφερε δε θα ήταν η βιαστική κτήση κορυφών ή η επιβολή στο τοπίο, άλλα κάτι διαρκές, μέσα από την περιπλάνηση της πρόσβασης».
Από τα χρόνια του Shipton ο ρυθμός της ζωής απλά επιταχύνθηκε κι άλλο. Ο περίφημος οικονομολόγος John Maynard Keynes εκείνη την μακρινή εποχή, είχε ατυχώς προβλέψει ότι στο μέλλον οι άνθρωποι θα δουλεύουν το πολύ τρεις ώρες την ημέρα. Στις μέρες μας φαίνεται κανείς να μην προλαβαίνει. Τόσο, που η βιασύνη να αποτελεί πια ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Το ζήτημα δεν είναι τόσο ο διαθέσιμος χρόνος, αλλά πως αυτός αντιμετωπίζεται. Από τότε που το ρολόι χρησιμοποιήθηκε για να συγχρονίζει την βιομηχανική εργασία τον 18ο αιώνα, ο χρόνος άρχισε να κοστίζει σε χρήμα και όσο πιο ακριβός τόσο πιο σπάνιος.
Η τεχνολογία στις μεταφορές και στην επικοινωνία του 20ου αιώνα, επέτεινε την αίσθηση αυτή. Η υπερβολική ταχύτητα, για τον ακτιβιστή της βραδύτητας Carl Honore, μας απομακρύνει από τον εσώτερο εαυτό μας, καθώς δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για να κάνουμε βαθύτερες σκέψεις και να συνειδητοποιήσουμε αν ενεργούμε και ζούμε με τον τρόπο που πραγματικά θέλουμε. Στερεύει τη φαντασία, …απογυμνώνει την αφήγηση. Μας αποξενώνει από τον χώρο. Αυτοκίνητα και αεροπλάνα έγιναν ο μηχανισμός για την επέκταση του αστικού ιστού, αλλά και για την απέλπιδα επιθυμία απόδρασης από αυτόν. Χρόνια πριν, η εβδομαδιαία εξόρμηση στα κοντινά πεδία ξεκίναγε το Σάββατο το πρωί και τελείωνε την Κυριακή απόγευμα, στο ίδιο μέρος, Αχαρνών και Ηπείρου στη στάση για το λεωφορείο. Η αναρρίχηση στο Φλαμπούρι, τότε ήταν για μας μια μίνι αποστολή, με περπάτημα από το διαμέρισμα, κουβάλημα, διανυκτέρευση, κλπ. Στις μέρες μας, που πρώτα αποκτάς αυτοκίνητο και μετά γίνεσαι αναρριχητής, κάτι ανάλογο θα φαινόταν τελείως αταβιστικό. Στους περισσότερους πια αρκεί ένα σύντομο πρωινό να σκαρφαλώσουν εκεί.
Όλο και περισσότερο τα δημοφιλή πεδία εισχωρούν στον αστικό χώρο, σε βαθμό που η φράση «μπορείς να ασφαλίζεις από το αμάξι σου», να εμφανίζεται με μια θλιβερή συχνότητα στους αναρριχητικούς οδηγούς. Στα vimeo παρουσιάζεται η πεζοπορία μέχρι τα βράχια αποσπασματικά, στιγμιαία ή σε γρήγορη κίνηση, επικεντρώνοντας βιαστικά στο crux. Η ψηφιακή επικοινωνία και wearable τεχνολογία προσφέρουν ακόμη ταχύτερες φόρμες κυβερνομεταφορών. Απομονώνοντας όμως την πράξη από το περιβάλλον, την ανάβαση από την πρόσβαση, τη κορυφή από τα μέσα και τους τρόπους επίτευξης της χάνεται η αυθεντική και μοναδική της παρουσία στον κόσμο, αυτή η «αύρα» για την Ives, που κάνει την αναρρίχηση τέχνη. Συχνά αυτό που απομένει είναι το παράδοξο, τα πάντα να φαίνονται τόσο κοντινά, τόσο ευπρόσιτα και γνωστά, από την άλλη όλο και να αποξενωνόμαστε από το ίδιο το τοπίο.
Η ποιότητα «μιας αναρρίχησης εξαρτάται και από τη πεζοπορία που χρειάστηκε για να φτάσεις εκεί», γράφει παρακάτω λες και η μιζέρια της ανηφόρας να ξυπνά κάθε φορά μέσα της πιο ζωντανή, χειροπιαστή και ουσιώδη την ενόραση του κόσμου. Ο L. Graßler στη μοναχική του διάσχιση από το Μόναχο στην Βενετία, έγραφε το 1974 « το πιο όμορφο που ανακάλυψα με τη συνεχή επαφή με τη φύση ήταν ότι μετά τις πρώτες μέρες πεζοπορίας η σχέση μου με το περιβάλλον μετουσιώθηκε. Πια ήμουν μέρος του». Για τη Cheryl Strayed την ηρωίδα και συγγραφέα του Wild που πρόσφατα έγινε ταινία, η πεζοπορία της στο Pacific trail σήμανε την αποδοχή της αλήθειας, τα βουνά την έμαθαν να υπομένει και να αποδέχεται αυτά που της συνέβαιναν …και να προχωράει. Ενώ για τον πρωτοπόρο αλπινιστή της Χρυσής Εποχής του αλπινισμού Leslie Stephen, τα ταξίδια με τα πόδια ήταν ένας τρόπος ανάκτησης της αφήγησης και του χώρου, «το περπάτημα είναι η ταπεινή απειλή των άλλων αναμνήσεων» έγραφε.
Η εικόνα του ορεινού πεζοπόρου να προχωρά την βασανιστική ανηφόρα βήμα προς βήμα, ανάσα με ανάσα, κουβαλώντας τα πάντα στη πλάτη του είναι μια πανάρχαια. Από τους προσκυνητές της Ιερουσαλήμ τους πρώτους αιώνες της χριστιανοσύνης, το El Camino de Santiago του Μεσαίωνα και το ιερό μονοπάτι των τεσσάρων ανατολικών θρησκειών γύρω από το όρος Khailash, η σύνδεση του ρυθμού του βήματος του οδοιπόρου με την πνευματικότητα, παραμένει ζωντανή στους πολιτισμούς. Φυσικά, το περπάτημα δεν είναι ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς την πνευματικότητα.
Οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε το χρόνο να εμπλακούμε στα παρατεταμένα ταξίδια που έκαναν οι ορειβάτες στο παρελθόν, ούτε τα μέσα. Αλλά όταν και αυτό καμιά φορά γίνει κατορθωτό, βιαζόμαστε, ο χρόνος πια πιέζει… Τικ-τακ-τικ-τακ. Οκτώβριος του 2008 ένας γνωστός θα επιστρέψει εσπευσμένα από το Nepal όπου με μια παρέα φίλων επιχειρούσαν ανάβαση στο Ama Daplam. Θα μου εκμυστηρευτεί ότι δεν άντεχε τον αργό ρυθμό μιας αποστολής, ένοιωθε να χάνει …τον χρόνο του. Έμεινε δεν έμεινε δυο-τρεις μέρες στη κατασκήνωση βάσης, πριν τα παρατήσει. Τικ-τακ. Σεπτέμβριος 2015, ο Παναής γκρινιάζει… απ’ όλους τους φίλους του κανείς δεν έχει χρόνο να μοιραστεί μαζί του τις 5 βδομάδες στην Παταγονία, φέτος τα Χριστούγεννα. Μαθημένος θα τραβήξει μόνος του στην άκρη της Γης. Τικ-τακ. Καλοκαίρι του 1991, Τσιαντός-Μωυσίδης πιτσιρικάδες, άφραγκοι και άβγαλτοι, θα φύγουν από τη Λάρισα με ωτοστόπ για τις Άλπεις. Καμιά δεκαριά μέρες μετά παλεύουν τη πρώτη τους μεγάλη περιπέτεια, στη βόρεια του Matterhorn. Ο χρόνος ήταν η τελευταία σκοτούρα τους. Με δυο βασανιστικά μπιβουάκ, ελλιπή εξοπλισμό και έχοντας χάσει από νωρίς το ένα πιολέ θα σταθούν τελικά στη κορυφή. Τικ-τακ. Άνοιξη 2011 «και οι Άλπεις μια μικρή αποστολή είναι λέει ο Marko Prezelj, υπάρχουν και εκεί ένα σωρό προκλήσεις». Ο παλιόφιλος έχει ειδικευτεί πια στις αλπικές αρπαχτές: τσεκάρεις στο internet συνθήκες, κλείνεις αεροπλάνο, χτυπάς τη διαδρομή και σε 3-4 μέρες έχεις ξεμπερδέψει. Είναι απίστευτο προνόμιο η πρόκληση του να τα έχεις όλα-τώρα στις μοντέρνες κατακερματισμένες μας ζωές. Όταν υπάρχουν όμως τόσοι τρόποι να γεμίσει κάποιος την ώρα του, είναι φυσικό να λαχταρά περισσότερο από αυτή και η αίσθηση ικανοποίησης είναι πάντα σύντομη και φευγαλέα. Ευνουχισμένη, σαν την θλιβερή τηλεπερσόνα στο βιβλίο του Kundera.
Τέλη Αυγούστου τρέχουμε με τ’ αυτοκίνητο στα βουνά. Ο αυτοκινητόδρομος μια ευθεία αιχμηρή γραμμή πληγιάζει τη γη. Από τα τζάμια τα πάντα φαίνονται όμοια. Ολόκληρη η χώρα μοιάζει να έχει συρρικνωθεί στο μέγεθος μιας μητρόπολης. Οι εικόνες ορμητικά διαδέχονται η μια την άλλη σαν τα πλάνα στο σελιλόιντ. Μέσα σ’ αυτή τη γυάλινη σφαίρα ατομικότητας τα σχήματα χάνουν τη γεωμετρία τους, τα χρώματα ξεθωριάζουν, φορτώνοντας μας άχρονη, αταξινόμητη μνήμη.
Ο χώρος θα βρει πάλι τις αντιληπτές διαστάσεις του μόνο όταν κάποιες ώρες αργότερα το πυκνό δάσος μας ρουφήξει στις σκιές του. Κάνει ζέστη και είμαστε ακόμη χαμηλά. Αγκομαχούμε με τα βαριά σακίδια στο απότομο μονοπάτι. Το μέρος που διαλέξαμε, απρόσμενα ερημικό. Το ρυθμικό χτύπημα του δρυοκολάπτη στο δέντρο, ο χαραγμένος από την αρκούδα κορμός της οξιάς, η μυρωδιά του μαυρόπευκου με την απογευματινή υγρασία και το δροσερό αεράκι σαν χάδι στο ιδρωμένο μέτωπο ιντριγκάρουν τις αισθήσεις στο λήθαργο τους. Λίγο πριν το σούρουπο, αποκαμωμένοι στη κατασκήνωση χάσκουμε το τελευταίο φως να στολίζει με πορφύρα τις βράχινες κορυφές. Για να αισθανθείς την ομορφιά μιας θέας θα πρέπει να την τοποθετήσεις στο κατάλληλο περιβάλλον.
Βαδίζουμε πάλι. Αδηφάγα γη καταπίνει το ξεχασμένο μονοπάτι, η γραμμή υποταγής υποτάσσεται σε μια ανώτερη δύναμη. Τα χνάρια μας εφήμερες μικρές γεωγραφίες. Όταν δεν βιάζεσαι παρατηρείς πως πλάθεις το χώρο στο πέρασμα σου. Το σκαμμένο βήμα στη ρευστή σάρα, η μουτζούρα από το γλίστρημα στα νοτισμένα βρύα. Κάτω από την ορθοπλαγιά θα συναντήσουμε το κοπάδι με τα αγριοκάτσικα του Shipton. Τρέχουν μακριά μας και σφυρίζουν. Ζηλεύω την ωμή σβελτάδα τους, την ακατέργαστη ζωτικότητα τους. Θα τα ξαναδώ αργότερα από το τρίτο ρελέ. Ο σύντροφος ανεβαίνει, τα χέρια μου μηχανικά ακολουθούν τις κινήσεις του, οι αισθήσεις στο απόγειό τους. Οι μοναχικές στιγμές στο ρελέ είναι ό,τι κάνει την αναρρίχηση διαφορετική …ανθρώπινη. Αυτές οι αναγκαίες παύσεις. Η ένταση καταλαγιάζει και ο νους πεταρίζει προσπαθώντας να συνθέσει τα ιδιότυπα στιγμιότυπα του απόκρημνου, το τέμπο σκίασης του ανάγλυφου που αποτυπώνει τη κίνηση του ήλιου. Ένας καμβάς σκουρόχρωμες πινελιές η ορθοπλαγιά και για μουσική οι παιχνιδιάρικες καλιακούδες σχίζουν τον αέρα με τις κάθετες εφορμήσεις τους. Ο παλμός των βλαστών της σαξιφράγκας, η δριμύτητα του ορυκτού πυριτίου ερεθίζει τα ρουθούνια.. μέχρι όλα ν’ αρχίσουν να περιμένουν το άγγιγμα: η κοιλότητα του συμπαγούς βράχου, η ξηρή υφή της λειχήνας. Και τότε όπως λέει η Ives, η αναρρίχηση θ’ αρχίσει να μοιάζει με τη πίστη ή μήπως τον έρωτα;